Παθήσεις Πεπτικού

Σίδηρος και φλεγμονώδης νόσος του εντέρου

της Γεωργίας Ρουσινού
09 Φεβρουαρίου 2012
234456 Προβολές
3 λεπτά να διαβαστεί
Σίδηρος και φλεγμονώδης νόσος του εντέρου

Οι φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου, η Ελκώδης Κολίτιδα και η νόσος του Crohn, είναι νοσήματα που προκαλούν χρόνια φλεγμονή του εντέρου. Η νόσος του Crohn προσβάλλει ολόκληρο τον πεπτικό σωλήνα και εκτείνεται σε όλες τις στιβάδες του εντερικού τοιχώματος. Αντίθετα, η ελκώδης κολίτιδα εντοπίζεται μόνο στο παχύ έντερο και προσβάλλει μόνο τον βλεννογόνο, δηλαδή την εσωτερική επικάλυψη του παχέος εντέρου.

Τα περισσότερα συμπτώματα είναι κοινά και για τις δύο νόσους, ωστόσο υπάρχουν βασικές διαφορές που οφείλονται στη διαφορετική έκταση και τοπογραφία της προσβολής του πεπτικού. Ωστόσο, τα συμπτώματα σχετίζονται και στις δύο περιπτώσεις με τη διατροφή και συγκεκριμένα διατροφικά συστατικά.

Συμπτώματα σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου

Οι ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου εμφανίζουν γενικά συμπτώματα, όπως κόπωση και ανορεξία και συμπτώματα από το έντερο, που περιλαμβάνουν βλεννοαιματηρές κενώσεις, συχνά με τεινεσμό και κολικοειδή κοιλιακό πόνο, ναυτία ή και εμετό. Επιπλέον, εμφανίζονται συμπτώματα από άλλα όργανα του σώματος, τα οποία οφείλονται συχνά στις επιπλοκές της νόσου.

Η συνηθέστερη έξω-εντερική επιπλοκή είναι η αναιμία, η οποία προκαλεί χρόνια κόπωση και μειώνει την ικανότητα εκτέλεσης των συνηθισμένων καθημερινών δραστηριοτήτων των ασθενών. Η κόπωση που προκαλείται λόγω της αναιμίας έχει σημαντικές σωματικές, συναισθηματικές, ψυχολογικές και κοινωνικές επιπτώσεις, επηρεάζει σχεδόν όλες τις εκδηλώσεις της καθημερινής ζωής και μειώνει την ποιότητα ζωής των ασθενών. 

Ποιες είναι οι μορφές της αναιμίας;

Στους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου παρατηρούνται δύο μορφές αναιμίας, οι οποίες συνήθως συνυπάρχουν:

Η σιδηροπενική αναιμία

Η σιδηροπενική αναιμία είναι αποτέλεσμα της χρόνιας απώλειας αίματος και της φλεγμονώδους δραστηριότητας που συντελείται στο έντερο, και επιδεινώνεται από την ανεπάρκεια κοβαλαμίνης και φυλικού οξέος και από τη μειωμένη διατροφική πρόσληψη σιδήρου.

Η φλεγμονή και η έλκωση, που αποτελούν τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της νόσου, οδηγούν σε σημαντική εντερική αιμορραγία. Επιπλέον, ο χρόνιος κοιλιακός πόνος και η ναυτία οδηγούν συχνά σε φτωχή διατροφική πρόσληψη, ενώ παράλληλα η φλεγμονή του εντερικού βλεννογόνου έχει σαν αποτέλεσμα την ανεπαρκή απορρόφηση θρεπτικών συστατικών. Στους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, η απορρόφηση του σιδήρου είναι συχνά σχεδόν φυσιολογική, παρ' όλα αυτά οι απώλειες σιδήρου τείνουν να είναι συνήθως υψηλότερες από την ικανότητα του ατόμου να απορροφά σίδηρο.

Η αναιμία της χρόνιας νόσου

Η αναιμία της χρόνιας νόσου είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων οι οποίοι οφείλονται στη φλεγμονώδη διεργασία. Τα αυξημένα επίπεδα προφλεγμονωδών κυτοκινών μεταβάλλουν τον μεταβολισμό του σιδήρου, επηρεάζουν αρνητικά την επιβίωση των ερυθρών κυττάρων και αναστέλλουν την ερυθροποίηση (παραγωγή ερυθροκυττάρων), οδηγώντας στην αναιμία χρόνιας νόσου, η οποία είναι πολύ συνηθισμένη στις περιπτώσεις νοσηλευόμενων ασθενών.

Αντιμετώπιση της αναιμίας

Η αντιμετώπιση της αναιμίας χρόνιας νόσου βασίζεται στην προσπάθεια ελέγχου της φλεγμονώδους νόσου. Η σιδηροπενική αναιμία αντιμετωπίζεται παραδοσιακά με τη χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου. Ωστόσο, σε πολλές μελέτες έχει φανεί πως η χορήγηση συμπληρωμάτων σιδήρου από το στόμα, σε ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου, αυξάνει το οξειδωτικό στρες, τη δραστηριότητα της νόσου και την εντερική φλεγμονή, προκαλεί έντονα γαστρεντερικά συμπτώματα, και μπορεί ακόμα και να αυξήσει τη πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου του παχέος εντέρου.

Όταν ο σίδηρος προσλαμβάνεται από το στόμα, αυξάνεται το οξειδωτικό στρες στον αυλό του εντέρου και προκαλείται αυξημένη παραγωγή προφλεγμονωδών κυτοκινών. Το μεγαλύτερο ποσοστό του προσλαμβανόμενου σιδήρου δεν απορροφάται και περνάει στο ειλεό και στο παχύ έντερο που είναι τα σημεία φλεγμονής στη νόσο του Crohn και στη ελκώδη κολίτιδα. Μελέτες σε ζωικά μοντέλα φλεγμονώδους νόσου του εντέρου και σε ασθενείς με νόσο του Crohn έχουν δείξει ότι όταν ο σίδηρος ακουμπήσει στη πληγωμένη εντερική επιφάνεια, αυξάνεται η τοπική παραγωγή αντιδραστικών ειδών οξυγόνου, τα οποία επιδεινώνουν την φλεγμονή. Σε άλλες μάλιστα μελέτες έχει προταθεί, ότι ο σίδηρος που προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής αποτελεί έναν από τους εξωγενείς παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την έναρξη της κολίτιδας.

Επιπλέον, τα από του στόματος συμπληρώματα σιδήρου φαίνεται ότι μπορούν να επιδεινώσουν τα συμπτώματα της φλεγμονώδους νόσου. Τα συμπληρώματα περιέχουν συνήθως σίδηρο σε μορφή σιδηρούχων αλάτων, τα οποία οξειδώνονται στον αυλό του εντέρου ή στο βλεννογόνο και απελευθερώνουν ενεργές ρίζες υδροξυλίου που επιτίθενται στο εντερικό τοίχωμα και προκαλούν γαστρεντερικά συμπτώματα και δυσφορία. Έτσι, οι γαστρεντερικές παρενέργειες των συμπληρωμάτων σιδήρου (π.χ. ναυτία, φούσκωμα, διάρροια και ανώτερο γαστρεντερικό άλγος) είναι εντονότερες στους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου σε σύγκριση με ασθενείς χωρίς φλεγμονώδη νόσο.

Ενδοφλέβια χορήγηση σιδήρου

Παρόλο που μερικοί ασθενείς δείχνουν βελτίωση, οι περιορισμοί της χορήγησης συμπληρωματικού σιδήρου από το στόμα έχουν εγείρει την ανάγκη εύρεσης άλλης οδού για τη χορήγηση του σιδήρου. Έτσι, στους ασθενείς με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου η προτιμώμενη μέθοδος είναι η ενδοφλέβια χορήγηση σιδήρου. Η ενδοφλέβια χορήγηση προϊόντων σιδήρου δεν αυξάνει το οξειδωτικό στρες στο εντερικό περιβάλλον, καθώς τα συστατικά τους δεν έχουν οξειδωτική δυνατότητα και ο τρόπος χορήγησης του σιδήρου δεν ευνοεί τη συσσώρευσή του στο έντερο.

Η χορήγηση του σιδήρου ενδοφλεβίως έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική, αφού έχει ποσοστό ανταπόκρισης 70-80% και οδηγεί σε γρηγορότερη και παρατεταμένη βελτίωση, είναι καλύτερα ανεκτή και βελτιώνει σε μεγαλύτερο βαθμό την ποιότητα ζωής των ασθενών, συγκριτικά με τη χορήγηση σιδήρου από το στόμα. Στις σπάνιες περιπτώσεις χαμηλής ανταπόκρισης στη χορήγηση ενδοφλέβιου σιδήρου, η συνδυαστική θεραπεία με τη χρήση ερυθροποιητίνης, η οποία είναι αποτελεσματική και στη θεραπεία της αναιμίας χρόνιας νόσου, βελτιστοποιεί τα αποτελέσματα και οδηγεί, σύμφωνα με κλινικές δοκιμές, σε ιδιαίτερα μεγαλύτερη και γρηγορότερη βελτίωση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Wilson A, Reyes E & Ofman J. Prevalence and Outcomes of Anemia in Inflammatory Bowel Disease: A Systematic Review of the Literature. Am J Med. 2004;116(7A):44S–49S

Oldenburg B et al. Review article: iron and inflammatory bowel disease. Aliment Pharmacol Ther. 2001; 15: 429±438

Gasche C et al. Guidelines on the Diagnosis and Management of Iron Deficiency and Anemia in Inflammatory Bowel Disease. Inflamm Bowel Dis. 2007;13:1545–1553

Gasche C et al. Iron, anaemia and inflammatory bowel diseases. Gut. 2004;53(8): 1190-1197

Γεωργία Ρουσινού
Γεωργία Ρουσινού Διαιτολόγος - Διατροφολόγος, M.Sc., RD