Διατροφικό imprinting (ή "διατροφικός προγραμματισμός") είναι η διαδικασία κατά την οποία η διατροφή κατά τις κρίσιμες περιόδους της ανάπτυξης, ιδίως κατά την ενδομήτρια ζωή και τα πρώτα χρόνια της ζωής, προγραμματίζει μόνιμα τη λειτουργία των γονιδίων, των μεταβολικών μηχανισμών και της υγείας του ατόμου. Αφορά μια χρονική περίοδο η οποία εκτείνεται από την εγκυμοσύνη και συνεχίζεται με τη νεογνική και τη βρεφική ηλικία
Η ποιότητα και ποσότητα της διατροφής της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό μπορεί να επηρεάσει:
-
Ανάπτυξη εγκεφάλου του εμβρύου και του βρέφους,
-
Ενδοκρινικό και ανοσοποιητικό σύστημα,
-
Μεταβολισμό (π.χ. ρύθμιση σακχάρου, λιπιδίων),
-
Γονιδιακή έκφραση μέσω επιγενετικών μηχανισμών (χωρίς να αλλάζει το DNA, αλλά η "ανάγνωσή" του).
Έλλειψη ή υπερπροσφορά σε θρεπτικά συστατικά (π.χ. φολικό οξύ, πρωτεΐνες, ω-3, βιταμίνη D, σίδηρος, ιώδιο) μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης:
-
Παχυσαρκίας,
-
Διαβήτη τύπου 2,
-
Καρδιοαγγειακών νοσημάτων,
-
Αλλεργιών,
-
Μαθησιακών δυσκολιών.
Συνέπειες στην Παιδική Ηλικία, την Εφηβεία και την Ενήλικη Ζωή
Πολλές από τις εσφαλμένες διατροφικές συνήθειες μπορούν να υιοθετηθούν και να εφαρμόζονται από το παιδί σε μετέπειτα στάδια της ζωής με αποτέλεσμα χρόνιες παθήσεις όπως η παχυσαρκία την οποία ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας έχει ανακηρύξει σε παγκόσμια επιδημία ήδη από το 1997, άσθμα αλλά και αλλεργίες. Παράλληλα είναι πιθανό να παρατηρηθούν αναπτυξιακά πρoβλήματα όπως χαμηλό βάρος ή ύψος.
Κατά την περίοδο της ήβης είναι πιθανό να εμφανιστεί ινσουλινοαντίσταση, καθώς επίσης και μεταβολικό σύνδρομο ενώ μπορεί να εκδηλωθούν διαταραχές ψυχικής φύσεως όπως μειωμένη διάθεση ή άγχος. Στην ενήλικη ζωή υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για εκδήλωση χρόνιων ασθενειών όπως υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, καρδιοπάθειες ενώ είναι πιθανό να εκδηλωθεί έκπτωση γνωσιακής λειτουργίας ή ψυχικής υγείας μέχρι και αυξημένος κίνδυνος υπογονιμότητας
Τι δείχνουν οι μελέτες για τις πρώτες 1000 κρίσιμες Ημερολογιακές Ημέρες
Οι πρώτες 1000 ημέρες ζωής ενός παιδιού — από τη σύλληψη έως τα 2 έτη — θεωρούνται καθοριστικές για την υγεία σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα :
-
Είναι η περίοδος μέγιστης πλαστικότητας: το σώμα και ο εγκέφαλος διαμορφώνονται από το περιβάλλον με καταλυτικό το ρόλο, που ενσαρκώνει η διατροφή ως προς αυτό.
-
Η κακή διατροφή (υποσιτισμός ή υπερσιτισμός) σε αυτή τη φάση σχετίζεται με:
-
Μειωμένη νοητική ανάπτυξη,
-
Χαμηλές σχολικές επιδόσεις,
-
Αυξημένο κίνδυνο ασθενειών σε ενήλικη ζωή.
-
Υπάρχουν αρκετά ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν πώς μπορεί η διατροφή τόσο κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης όσο και της νεογνικής και βρεφικής ηλικίας μπορεί να επηρεάσει ποικιλοτρόπως το προφίλ υγείας του παιδιού.
Dutch Hunger Winter Study (Ολλανδικός Λιμός 1944–1945)
Αυτή η μελέτη αποτελεί ένα "φυσικό πείραμα" που εξετάζει τις συνέπειες της σοβαρής υποσιτιστικής κρίσης στην Ολλανδία κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η ενδομήτρια έκθεση σε λιμό σχετίζεται με:
-
Αυξημένο κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, υπέρταση και καρδιοπάθειες στην ενήλικη ζωή.
-
Επιτάχυνση της βιολογικής γήρανσης, όπως προσδιορίστηκε έξι δεκαετίες αργότερα.
-
Αλλαγές στις διατροφικές προτιμήσεις, με προτίμηση σε λιπαρά τρόφιμα και πιο αθηρογόνο λιπιδαιμικό προφίλ.
-
Μειωμένη απασχόληση και αυξημένες νοσηλείες σε μεγαλύτερη ηλικία, ειδικά για όσους εκτέθηκαν στο λιμό κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης.
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα 1944–1945, η Ολλανδία βίωσε έναν τρομερό λιμό, κυρίως λόγω των ναζιστικών αποκλεισμών που εμπόδισαν την είσοδο τροφίμων στις βόρειες επαρχίες.
-
Ο μέσος ημερήσιος αριθμός θερμίδων μειώθηκε σε 400–800 kcal/ημέρα.
-
Η περίοδος αυτή ονομάζεται Hongerwinter.
Τι μελέτησαν οι ερευνητές;
Επιστήμονες παρακολούθησαν μωρά που είχαν εκτεθεί στη λιμοκτονία in utero (μέσα στη μήτρα) και τα συνέκριναν με παιδιά που δεν είχαν εκτεθεί.
Βασικά Ευρήματα:
Α. Χρονική στιγμή της έκθεσης = κλειδί
-
Έκθεση στην πρώιμη κύηση → μεταβολές στο γονιδίωμα (επιγενετικές αλλαγές).
-
Έκθεση στο δεύτερο/τρίτο τρίμηνο → μειωμένο βάρος γέννησης, αλλαγές στη λειτουργία οργάνων.
Β. Μακροχρόνιες επιπτώσεις:
- Αυξημένος κίνδυνος για:
-
Παχυσαρκία
-
Σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2
-
Καρδιαγγειακές παθήσεις
-
Σχιζοφρένεια (σε κάποιες αναλύσεις)
-
- Αυξημένη επίπτωση σε μεταβολικό σύνδρομο κατά την ενήλικη ζωή.
Γ. Επιγενετικά σημάδια (epigenetic marks)
- Εντοπίστηκαν επιγενετικές τροποποιήσεις (όπως μεθυλίωση DNA) σε συγκεκριμένα γονίδια, όπως το IGF2 (Insulin-like Growth Factor 2), το οποίο σχετίζεται με την ανάπτυξη και τον μεταβολισμό.
Η Μελέτη Dutch Hunger Winter είναι ορόσημο στις έρευνες για τις επιπτώσεις της εμβρυϊκής διατροφής στην μετέπειτα υγεία – ειδικά στο πλαίσιο της επιγενετικής και της θεωρίας DOHaD (Developmental Origins of Health and Disease).
Project Viva (ΗΠΑ)
Πρόκειται για μια προοπτική μελέτη που παρακολουθεί μητέρες και παιδιά από την εγκυμοσύνη έως την παιδική ηλικία. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι η κατανάλωση υπερεπεξεργασμένων τροφίμων από τη μητέρα σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας στα παιδία παρά τη δική τους διατροφή.
Η μελέτη αυτή, βασισμένη στο Project Viva, παρακολούθησε 1.234 μητέρες και τα παιδιά τους και διαπίστωσε ότι:
-
Η αυξημένη κατανάλωση υπερεπεξεργασμένων τροφίμων από τη μητέρα κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παχυσαρκίας στα παιδιά.
-
Η συσχέτιση αυτή παρατηρείται ανεξάρτητα από τη μεταγενέστερη διατροφή των παιδιών.
-
Τα ευρήματα υποστηρίζουν τη θεωρία του διατροφικού imprinting, δηλαδή ότι η διατροφή της μητέρας κατά την εγκυμοσύνη μπορεί να έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην υγεία του παιδιού.
Generation R Study (Ολλανδία)
Μια μεγάλη προοπτική μελέτη που εξετάζει τη διατροφή της μητέρας και την υγεία του παιδιού. Ευρήματα περιλαμβάνουν ότι :
-
Η μεσογειακή διατροφή κατά την εγκυμοσύνη σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο εξωτερικευμένων προβλημάτων συμπεριφοράς στα παιδιά.
-
Διατροφικά πρότυπα πλούσια σε λαχανικά, ψάρια και έλαια σχετίζονται με καλύτερη καρδιομεταβολική υγεία στα παιδιά ηλικίας 6 ετών.
-
Η διατροφή της μητέρας στο πρώτο τρίμηνο επηρεάζει την αρτηριακή πίεση των παιδιών στην ηλικία των 6 ετών.
- Μελέτη του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου (Ηνωμένο Βασίλειο)
Ανάλυση δεδομένων από πάνω από 17.000 άτομα δείχνει ότι
- Παράγοντες όπως η κοινωνικοοικονομική θέση, το κάπνισμα της μητέρας και η παχυσαρκία της μητέρας είχαν σημαντική και σταθερή επίδραση στην ανάπτυξη παχυσαρκίας στην εφηβεία και στην ενήλικη ζωή, τόσο πριν όσο και μετά την «έκρηξη της παχυσαρκίας» στη δεκαετία του 1990.
Μελέτη του MRC και του London School of Hygiene and Tropical Medicine (Ηνωμένο Βασίλειο)
Η διατροφή της μητέρας πριν από τη σύλληψη μπορεί να επηρεάσει:
- Την έκφραση γονιδίων του παιδιού, όπως το VTRNA20-1, το οποίο σχετίζεται με το ανοσοποιητικό σύστημα και τον κίνδυνο καρκίνου.
- Η μελέτη έγινε σε πληθυσμούς όπως αυτός της Γκάμπιας, όπου παρατηρούνται έντονες διατροφικές εποχιακές διακυμάνσεις. Αυτό προσφέρει μια «φυσική» δυνατότητα σύγκρισης ανάλογα με το πότε συνέλαβε μια γυναίκα.
- Ένα από τα γονίδια που βρέθηκε να επηρεάζεται είναι το VTRNA2-1, το οποίο ρυθμίζεται μέσω μεθυλίωσης του DNA — μιας βασικής επιγενετικής τροποποίησης.
Γιατί είναι σημαντικό το VTRNA2-1;
- Το γονίδιο VTRNA2-1 έχει συνδεθεί με:
-
Τη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος
-
Τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου, ιδίως μέσω της επιρροής του σε σηματοδοτικά μονοπάτια όπως το PKR/IFN pathway
-
Λειτουργεί μέσω επιγενετικών μηχανισμών, όπως:
-
Μεθυλίωση DNA
-
Τροποποιήσεις ιστονών
-
MiRNA έκφραση
Αυτοί οι μηχανισμοί δεν αλλάζουν τη δομή του DNA, αλλά αλλάζουν το πώς και πότε εκφράζονται τα γονίδια και εκεί έγκειται και η σημασία του ρόλου, που ενσαρκώνουν.
Υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις για μια πραγματική συσχέτιση μεταξύ ταχείας αύξησης του βάρους κατά τη βρεφική ηλικία και του μετέπειτα κινδύνου εμφάνισης παχυσαρκίας στη μετέπειτα ζωή. Όλες οι 21 δημοσιευμένες μελέτες που συμπεριέλαβε σχετική μετανάλυση του 2006, έχουν βρει θετικές και στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις μεταξύ της αύξησης του βάρους κατά τα πρώτα 2 χρόνια ζωής και της παχυσαρκίας αργότερα.
Τέτοιες επιδημιολογικές μελέτες, καθώς και οι αυξανόμενες αναφορές για σύνδρομα μονογονιδιακής παχυσαρκίας με πρώιμη έναρξη, έχουν οδηγήσει σε αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η παχυσαρκία και το υπερβολικό βάρος πράγματι εμφανίζονται ακόμη και σε βρέφη ηλικίας 1 έως 2 ετών. Ωστόσο, απαιτούνται περισσότερες μελέτες ή αναλύσεις υφιστάμενων βάσεων δεδομένων, ώστε να βελτιστοποιηθεί η πρόβλεψη της παχυσαρκίας με βάση τα πρότυπα αύξησης βάρους στη βρεφική ηλικία.
Παρομοίως, είναι αναγκαίο να αξιολογήσουμε με αυστηρότητα τους κινδύνους και τα οφέλη των προτεινόμενων διατροφικών ή άλλων παρεμβάσεων. Θα πρέπει επίσης να δίνουμε αυξανόμενη προσοχή στις τρέχουσες διατροφικές πρακτικές που οδηγούν σαφώς σε υπερβολική θρέψη βρεφών που δεν παρουσιάζουν προβλήματα στην αύξηση βάρους, όπως ο συνδυασμός σίτισης με ξένο γάλα και η πρόωρη εισαγωγή στερεών τροφών.
Ποιος ο ρόλος του Διαιτολόγου στην αντιμετώπιση των Χρόνιων Παθήσεων ;
Είναι σαφές ότι η συνεισφορά ενός διαιτολόγου-διατροφολόγου αναμένεται να αποδειχθεί κομβικής σημασίας, καθώς η εγκαθίδρυση υγιεινών διαιτητικών συνηθειών από τους γονείς μπορεί να συμβάλλει αποφασιστικά στην υιοθέτησή τους και από τα παιδιά ειδικά αν ληφθεί υπ΄όψιν και το γεγονός του μιμητισμού που επικρατεί σε τόσο μικρές ηλικίες. Πάνω από όλα όμως η σωστή καθοδήγηση κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης μπορεί να δώσει πολύτιμες λύσεις Σε αυτήν την προσπάθεια ο διαιτολόγος είναι καθ’ ύλην αρμόδιος.