Η επιθυμία για απόλαυση της γλυκιάς γεύσης φαίνεται ότι είναι έμφυτη στους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και τα άτομα με διαβήτη δεν θα μπορούσαν να αποτελούν την εξαίρεση, με τη διαφορά ότι πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με τις διατροφικές τους επιλογές. Τα τελευταία χρόνια τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά (γνωστά και ως υποκατάστατα ζάχαρης ή μη θερμιδογόνα γλυκαντικά, παλαιότερα αναφερόμενα και ως τεχνητά γλυκαντικά) έχουν συγκεντρώσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων, αλλά και του κοινού, καθώς θεωρούνται μια ασφαλής επιλογή για γλυκιά γεύση χωρίς θερμίδες και χωρίς το φόβο της διαταραχής της γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα των ατομων με διαβήτη. Τι υποστηρίζει η σύγχρονη επιστήμη για τα οφέλη και την ασφάλεια των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών;
Η θέση των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών στη διατροφή των ατόμων με διαβήτη
Τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά, όπως η ασπαρτάμη, η ακεσουλφάμη, η σακχαρίνη, η σουκραλόζη, η στέβια (γλυκοζίτες στεβιόλης), το κυκλαμικό κ.α., είναι εγκεκριμένα συστατικά που, ενώ είναι εκατοντάδες φορές γλυκύτερα από τη ζάχαρη, εντούτοις δεν επηρεάζουν τη γλυκόζη στο αίμα και πρακτικά δεν αποδίδουν θερμίδες. Με τη χρήση τους τα άτομα με διαβήτη μπορούν να απολαμβάνουν τρόφιμα και ροφήματα με γλυκιά γεύση, χωρίς να ανησυχούν για πιθανή διαταραχή των επιπέδων γλυκόζης του αίματος. Φυσικά, προσοχή χρειάζεται στις τροφές που εκτός από ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά μπορεί παράλληλα να περιέχουν και άλλα συστατικά που αποδίδουν θερμίδες ή επηρεάζουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα (π.χ. άλλοι υδατάνθρακες, όπως από το αλεύρι, οι οποίοι πρέπει να συνυπολογίζονται κανονικά). Σε συνενόηση με το γιατρό και το διαιτολόγο τους τα άτομα με διαβήτη μπορούν να απολαμβάνουν τα γλυκαντικά χωρίς θερμίδες, και τα προϊόντα που τα περιέχουν.
Η επιστήμη υποστηρίζει τα οφέλη και την ασφάλεια των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών
Πρόσφατα (το 2012), τρεις παγκοσμίου φήμης οργανισμοί υγείας επιβεβαίωσαν τα οφέλη των ολιγοθερμιδικών γλυκαντικών υλών. Η Ακαδημία Διατροφής και Διαιτολογίας των ΗΠΑ (Academy of Nutrition and Dietetics), η Αμερικάνικη Διαβητολογική Εταιρεία (American Diabetes Association) και η Αμερικάνικη Καρδιολογική Εταιρεία (American Heart Association), πρακτικά δήλωσαν ότι, τα μη θερμιδογόνα γλυκαντικά μπορούν να βοηθήσουν στον έλεγχο του βάρους όταν χρησιμοποιούνται στη θέση των θερμιδογόνων γλυκαντικών και με τη προϋπόθεση ότι τα άτομα που τα επιλέγουν δεν αυξάνουν την πρόσληψη θερμίδων από άλλες πηγές. Μέχρι σήμερα, περισσότερες από 40 μελέτες συμπεριλαμβανομένης μιας πρόσφατης μετα-ανάλυσης, έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η χρήση των γλυκαντικών χαμηλών σε θερμίδες μπορεί να συμβάλλουν στην καλύτερη διαχείρηση του σωματικού βάρους και δεν επηρεάζει το σάκχαρο στο αίμα, και γι’ αυτό θεωρούνται ασφαλείς προς κατανάλωση από άτομα με διαβήτη.
Προσοχή στην «ερμηνεία» των νέων μελετών
Για το μέσο καταναλωτή συνήθως είναι δύσκολη η αξιολόγηση των εκατοντάδων μελετών που ήδη υπάρχουν ή που συνεχίζουν να δημοσιεύονται και που αφορούν στην ασφάλεια των διαφόρων γλυκαντικών, κάτι που άλλωστε ισχύει για διάφορα συστατικά των τροφίμων. Ενδεικτικά, μία πρόσφατη μελέτη Ισραηλινών επιστημόνων πυροδότησε μία σειρά δημοσιεύσεων στα μέσα ενημέρωσης και δημιούργησε αμφιβολίες σχετικά με την ασφάλεια κατανάλωσής τους από τα άτομα με διαβήτη, πριν ακόμη διεξαχθούν περισσότερες αντίστοιχες μελέτες σε ανθρώπους με καλά σχεδιασμένες κλινικές μελέτες. Η μελέτη αυτή εξέτασε την επίδραση διαφόρων γλυκαντικών και κατά κύριο λόγο την επίδραση της σακχαρίνης, σε ποντίκια και κατέληξε ότι, κατανάλωση μετά από 11 εβδομάδες συνδέεται με διαταραχές, όπως ανοχή στη γλυκόζη, που συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη. Ωστόσο, αυτό που δεν αναφέρθηκε στα δημοσιεύματα είναι πως οι βιολογικές διεργασίες στα ποντίκια διαφέρουν σημαντικά από τις αντίστοιχες διεργασίες στους ανθρώπους, και ότι η αντιστοίχιση των ευρημάτων σε ότι αφορά στον άνθρωπο είναι δύσκολη και πρέπει να γίνεται με προσοχή. Εξάλλου, τα ποντίκια της μελέτης λάμβαναν ποσότητες γλυκαντικών υλών πιο υψηλές από εκείνες που τυπικά μπορεί να καταναλώσει ένας άνθρωπος. Παράλληλα, στην ίδια μελέτη διεξήχθη ένα πείραμα σε ανθρώπους συμπεριλαμβάνοντας ωστόσο ένα πολύ μικρό δείγμα (μόλις 7 άτομα), χωρίς παράλληλο δείγμα ελέγχου, γεγονός που καθιστά αδύνατη τη γενίκευση των αποτελεσμάτων σε μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.
Έτσι, αν και κάθε νέα μελέτη που αφορά σε οποιοδήποτε συστατικό της διατροφής πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να θέτει τις βάσεις για αντίστοιχες μελλοντικές έρευνες ώστε να εξαχθούν συμπεράσματα στο μέλλον βάση σειράς μελετών, τα δεδομένα μεμονωμένων ερευνών πρέπει να εξετάζονται με προσοχή, ειδικά όταν αφορούν σε αποτελέσματα σε πειραματόζωα, και να μεταφέρονται στα μέσα μαζικής ενημέρωσης με σύνεση, χωρίς τρανταχτούς τίτλους. Σε κάθε περίπτωση, πάντα πρέπει να αναζητούνται οι επίσημες θέσεις των σχετικών οργανισμών υγείας, των αντίστοιχων εμπειρογνωμώνων ή των αρμόδιων φορέων ελέγχου ασφάλειας τροφίμων.