Τα τελευταία χρόνια επικρατεί παγκοσμίως μια διαρκής ανησυχία γύρω από την αυξανόμενη εμφάνιση διαφόρων ψυχικών ασθενειών. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα υγείας αφορά τις διαταραχές της διάθεσης, με πιο κοινό από όλα την κατάθλιψη.
Σήμερα, η κατάθλιψη αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη αιτία αναπηρίας των ατόμων που βρίσκονται στην αναπαραγωγική ηλικία (15 έως 44 ετών). Οι γυναίκες παρουσιάζουν δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη από ό, τι οι άνδρες. Οι συνέπειες αυτής της νόσου στο γυναικείο φύλο έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο κατά τη διάρκεια ή μετά από μια εγκυμοσύνη. Η γέννηση ενός παιδιού μπορεί επίσης, να επισπεύσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο σε ευάλωτες γυναίκες. Η κατάθλιψη που εμφανίζεται μετά από τη γέννηση ενός παιδιού ονομάζεται επιλόχειακαι σχετίζεται με την εμφάνιση αναπτυξιακών προβλημάτων στους απογόνους.
Σύμφωνα με μια μελέτη, εκτιμάται ότι το 19% των νέων μητέρων μπορεί να υποφέρουν από κατάθλιψη μέσα στους πρώτους 3 μήνες μετά τον τοκετό. Η επιλόχεια κατάθλιψη εμφανίζεται πιο συχνά μέσα σε 6 έως 12 εβδομάδες μετά τον τοκετό, αλλά μπορεί να συμβεί οποιαδήποτε στιγμή μέχρι και 1 χρόνο μετά τη γέννηση. Διαχρονικές μελέτες έχουν δείξει, ότι η κατάθλιψη κατά την περίοδο μετά τον τοκετό μπορεί να διαρκέσει για μήνες ή ακόμη και χρόνια μετά τον τοκετό.
Οι παράγοντες κινδύνου της ασθένειας αυτής περιλαμβάνουν τόσο τη γενετική προδιάθεση και κάποιους περιβαλλοντικούς παράγοντες, όσο και μια σειρά κοινωνικών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων. Ένας βιολογικός παράγοντας στον οποίο δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, είναι η ανεπαρκής διατροφή. Έχουν αναφερθεί αξιόπιστες συνδέσεις μεταξύ της διάθεσης και της ανεπάρκειας διαφόρων θρεπτικών συστατικών, όπως του φυλλικού οξέως, της βιταμίνης Β12, τουασβεστίου, του σίδηρου, τουσεληνίου, του ψευδάργυρου, και των ω-3 λιπαρών οξέων. Όσον αφορά τη μητρική κατάθλιψη, εκείνο που έχει λάβει την περισσότερη προσοχή είναι τα ω-3 απαραίτητα λιπαρά οξέα.
Πρόκειται για πολυακόρεστα λιπαρά οξέα μακράς αλυσίδας, τα οποία προέρχονται από το λινολενικό, λινολεϊκό και ελαϊκό οξύ. Ονομάζονται απαραίτητα, διότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να τα συνθέσει από μόνος του, αλλά απαιτείται η πρόσληψή τους από την τροφή, καιυπάρχουν οι οικογένειες των ω-3 και των ω-6.
Από την οικογένεια των ω-3 λιπαρών οξέων,τα σημαντικότερα για την ανάπτυξη και τη λειτουργία του εγκεφάλου είναι το εικοσαπεντανοϊκό (ΕΡΑ) και το δοκοσαεξαενοϊκό οξύ (DHA), εκ των οποίων το τελευταίο είναι το πιο σημαντικό στον εγκέφαλο. Έχουν πραγματοποιηθεί διάφορες μελέτες που εξετάζουν τη σύνδεση αυτών με την κατάθλιψη.Σε πολλές τα αποτελέσματα ήταν αντιφατικά ή και μικτά. Ωστόσο, η επανεξέταση διαφόρων επιδημιολογικών στοιχείων έδειξε θετική συσχέτιση μεταξύ της χαμηλής πρόσληψηςω-3 και της κατάθλιψης. Όσον αφορά τη μητρική κατάθλιψη, φάνηκε ότι οι γυναίκες που βρίσκονται σε κίνδυνο κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής τους ηλικίας είναι σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο, αν τα επίπεδα των ω-3 τους είναι μειωμένα.
Η ανάλυση κάποιων οικολογικών μελετών από 23 χώρες αποκάλυψε ότι τόσο η χαμηλότερη περιεκτικότητα σε δοκοσαεξαενοϊκό οξύ (DHA) στο μητρικό γάλα, όσο και η χαμηλότερη κατανάλωση θαλασσινών (πλούσια πηγή ω-3), σχετίζονται με υψηλότερα ποσοστά επιλόχειας κατάθλιψης. Η βιβλιογραφία αιτιολογεί το γεγονός αυτό,στην πιθανή σύνδεση μεταξύ εγκυμοσύνης, ω-3 λιπαρών οξέων και της χημικής αντίδρασης που επιτρέπει την απελευθέρωση της σεροτονίνης, ενός νευροδιαβιβαστή του εγκεφάλου που ρυθμίζει τηδιάθεση.
Επειδή τα ω-3 λιπαρά οξέα μεταφέρονται από τη μητέρα στο έμβρυο και αργότερα στο βρέφος που θηλάζει, τα επίπεδα των ω-3 της μητέρας μειώνονται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα για τουλάχιστον 6 εβδομάδες μετά τη γέννηση. Γι’ αυτόν το λόγο, χωρίς επαρκή πρόσληψη ω-3, κι επειδή τα επίπεδα στον οργανισμό της μητέρας θα μειωθούν σημαντικά αμέσως μετά τον τοκετό, ο κίνδυνος εμφάνισης της επιλόχειας κατάθλιψης είναι υψηλότερος. Συμπεραίνουμε λοιπόν, ότι η επαρκής πρόσληψη τωνω-3 απαραίτητων λιπαρών οξέων είναι πολύ σημαντική και αποτελεί σύμμαχο για τη συνολική υγεία, τόσο της μητέρας, όσο και του εμβρύου ή του βρέφους που θηλάζει.