Κάθε Ιούνιο, όταν έχει ανοίξει πια ο καιρός και μ’ ευχαρίστηση καθόμαστε μέχρι αργά κάτω απ’ τ’ αστέρια, ξυπνάνε πάντα στο μυαλό αναμνήσεις γλυκών καλοκαιριών της παιδικής μας ηλικίας. Για μένα, μία από αυτές που επανέρχονται κάθε χρόνο είναι η εικόνα του Κορινθιακού τα βράδια από την παραλία. Μιας πλατιάς σκοτεινής υγρής έκτασης, λουσμένης μόνο στις άκρες της από το φως κάποιας ταβέρνας, τα όριά της στον ορίζοντα να υποτίθενται από τις αχνές ακτίνες των άστρων. Μα να ‘ναι κεντημένη η θάλασσα, στα 100 μέτρα απ’ την παραλία, με τα δεκάδες πυροφάνια που ελαφρά χορεύουν στο ρυθμό του κύματος, εργατικές πυγολαμπίδες μυστηρίου στο σκοτάδι.
Έχουν περάσει σχεδόν 30 χρόνια από αυτές τις εικόνες και μια απορία που μου έχει μείνει είναι τούτη: που έχουν πάει τα πυροφάνια, γιατί είναι τόσο λίγα πια; Απάντηση οριστική δεν έχω δώσει – μάλλον δε θέλω. Όμως η απορία αυτή αναπόφευκτα οδηγεί σε μια καλύτερη εικόνα για τη θάλασσα και την «ψαριά».
Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στη σχέση μας, των Ελλήνων, με το ψάρι. Είναι από τ’ αγαπημένα μας φαγητά, από τα πιο πολύτιμα. Και το τιμούμε τρώγοντας 20-30 κιλά κατά κεφαλήν κάθε χρόνο. Είναι μια παρακαταθήκη της μακριάς θαλασσινής παράδοσης που κουβαλάμε. Και βέβαια του γεγονότος πως και σήμερα, οι περισσότεροι από μας ζούμε σε μέρη παραθαλάσσια.
Ελάχιστοι όμως συνειδητοποιούμε πως τα αλιευμένα ψάρια, σε αντίθεση με όλα σχεδόν τα άλλα τρόφιμα που τρώμε, δεν έρχονται από κάποια εκτροφή. Τα ψάρια της αλιείας είναι ζώα άγρια, τα συγκομίζουμε από τη φύση. Το μόνο αντίστοιχό τους στη διατροφή μας είναι το κρέας από κυνήγι – μα από αυτό πόσο συχνά τρώμε;
Η θάλασσα δεν «έχει» ψάρια. Είναι η μήτρα τους, η τροφός τους και το σπίτι τους. Κι η θάλασσα είναι –όπως τα δάση– ένα οικοσύστημα ολόκληρο. Με ποικιλία οργανισμών, από τους πιο μικρούς έως τους πιο μεγάλους. Που είναι όλοι αλληλένδετοι –προσαρμοσμένη η ζωή τού ενός σ’ αυτή των άλλων μέσα από εκατομμύρια χρόνων δοκιμές, επιτυχίες κι αποτυχίες– σ’ αυτά που οι επιστήμονες λένε τροφικά δίκτυα και αλυσίδες.
Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, στη βάση της θαλάσσιας ζωής βρίσκονται τα διαλυμένα θρεπτικά στοιχεία. Με αυτά τρέφονται τα θαλάσσια φυτά και το φυτοπλαγκτόν, κι από ‘κει και πέρα έχουμε ζωοπλαγκτόν (που τρέφεται με φυτοπλαγκτόν), ψάρια που τρώνε ζωοπλαγκτόν, ψάρια που τρώνε άλλα ψάρια, κ.α. Και όλα αυτά τα είδη απαρτίζουν τα διάφορα τροφικά επίπεδα, το σύνολο της ζωής.
Όμως η Μεσόγειος είναι φτωχή σε θρεπτικά στοιχεία. Είναι μία κλειστή θάλασσα, τα νερά της οποίας ανανεώνονται κάθε 80 χρόνια περίπου, τροφοδοτούμενη κυρίως από τον Ατλαντικό και δευτερευόντως από τη Μαύρη Θάλασσα. Και τα θρεπτικά στοιχεία που προσφέρουν τα ποτάμια τα οποία εκβάλλουν στη Μεσόγειο είναι γενικά λίγα.
Υπάρχει άλλη μια ιδιαιτερότητα της Μεσογείου που επηρεάζει τον πλούτο της ως οικοσύστημα: είναι μια θάλασσα πολύ βαθιά, 1.500 μέτρα κατά μέσο όρο, με στενή υφαλοκρηπίδα. Όμως οι περισσότεροι υδρόβιοι οργανισμοί δεν αντέχουν το σκοτάδι και τις μειωμένες ποσότητες τροφής που είναι χαρακτηριστικά του μεγάλου βάθους. Τα περισσότερα ψάρια ζουν σε μικρότερα βάθη, ως τα 800 μέτρα, κυρίως όμως έως τα 400.
Αυτά τα χαρακτηριστικά της Μεσογείου την κάνουν πολύ ιδιαίτερη. Από τη μία πλευρά είναι πολύ πλούσια σε βιοποικιλότητα κι ενώ έχει μικρή έκταση (περίπου το 2,6% αυτής του Ατλαντικού), συντηρεί περίπου το 8% των θαλάσσιων ειδών που υπάρχουν παγκόσμια. Μάλιστα το 28% των ειδών της Μεσογείου είναι ενδημικά, δηλαδή υπάρχουν αποκλειστικά σε αυτήν.
Από την άλλη, είναι φτωχή σε πληθυσμούς, ένα από τα πιο φτωχά σε ψάρια θαλάσσια οικοσυστήματα του κόσμου. Γιατί δεν προσφέρει ούτε επαρκές φαγητό ούτε μεγάλης έκτασης οικότοπους για να συντηρήσει μεγάλους πληθυσμούς. Κι αυτά, που είναι αλήθεια για το σύνολο της Μεσογείου, ισχύουν περισσότερο ακόμα για το Ανατολικό της τμήμα και τις δικές μας θάλασσες. Γι’ αυτό και κάποιοι επιστήμονες λένε πως «το Αιγαίο είναι άδειο».
Οι ιδιαιτερότητες αυτές της Μεσογείου και των ελληνικών θαλασσών έχουν επηρεάσει και τον τρόπο που λειτουργούσαν πάντα οι ψαράδες. Εδώ δεν έχουμε αλιεία εξειδικευμένη σε ένα είδος ψαριού, όπως είναι σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Η αλιεία εδώ ονομάζεται «πολυειδική», αφού οι ψαράδες σε κάθε ταξίδι πιάνουν διάφορα είδη τα οποία μετά διαχωρίζουν.
Αν συνδυάσουμε αυτό το γεγονός με τις πολυάριθμες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες που έχουν αναπτυχθεί κατά τόπους στη χιλιάδων χρόνων ιστορία του ψαρέματος στη Μεσόγειο, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα απαράμιλλο μωσαϊκό πρακτικών. Εδώ οι ψαράδες χρησιμοποιούν περίπου 45 διαφορετικά αλιευτικά εργαλεία σε διαφόρων μεγεθών και ιπποδυνάμεων σκάφη και στοχεύουν σε περίπου 150 διαφορετικά είδη ψαριών. Μία απλουστευμένη εικόνα για τη χώρα μας, δείχνει πως οι ψαράδες διακρίνονται κυρίως από τον τρόπο και τα μέρη στα οποία ψαρεύουν.
Αφενός υπάρχουν περίπου 20.000 σκάφη «παράκτιας αλιείας» που είναι μικρά (κυρίως μικρότερα από 9 μέτρα μήκος) και ψαρεύουν κατά μήκος των ακτών σε σύντομα ταξίδια που σπάνια ξεπερνούν τις 12 ώρες. Είναι, όσον αφορά στα εργαλεία που χρησιμοποιούν, κυρίως πεζότρατες, διχτυάρικα, παραγαδιάρικα. Η παράκτια αλιεία, που απαρτίζεται κυρίως από οικογενειακές επιχειρήσεις, θεωρείται πως έχει θεμελιώδη σημασία για την οικονομική επιβίωση των νησιωτικών και παράκτιων περιοχών της Ελλάδας.
Αφετέρου υπάρχουν 330 με 430 σκάφη «μέσης αλιείας» που είναι σχετικά μεγάλα, ισχυρά και καλά εξοπλισμένα (μήκους ως 24 μέτρα) και ψαρεύουν στην περιοχή της υφαλοκρηπίδας. Είναι, όσον αφορά στα εργαλεία που χρησιμοποιούν, κυρίως γρι-γρι και μηχανότρατες βυθού ή πελαγικές.
Επιπλέον αυτών, υπάρχει και ένας μεγάλος και αδιευκρίνιστος αριθμός «ερασιτεχνών» ψαράδων. Που δυστυχώς πολλές φορές ψαρεύουν εντατικά για καθαρά εμπορικούς σκοπούς, και μάλιστα κάποιοι χρησιμοποιούν παράνομες και εντελώς καταστρεπτικές για το περιβάλλον πρακτικές, όπως χημικά (χλωρίνη, γαλαζόπετρα) ή ακόμα και εκρηκτικά.
Όμως, αν η παραπάνω ταξινόμηση φαίνεται απλή, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα αν θέλουμε να δούμε ποιος ψαρεύει τι ψάρι. Γενικά, τα ψάρια που βρίσκονται στις ελληνικές θάλασσες χωρίζονται αδρά, όσον αφορά στις συνήθειες και τον βιότοπο στον οποίο ζουν, σε βενθικά και βενθοπελαγικά (όπου βένθος είναι ο βυθός), όπως π.χ. ο μπακαλιάρος, το προσφυγάκι και τα μπαρμπούνια, και σε μικρά μεταναστευτικά πελαγικά όπως π.χ. ο γαύρος, η σαρδέλλα και η γόπα. Αλλά πάρα πολύ συχνά οι «παράκτιοι» και οι «μέσης» ψαρεύουν τα ίδια είδη στις ίδιες ζώνες. Για παράδειγμα, στο διάστημα 1982-1989 η γόπα συμμετείχε στο μέσο αλίευμα των γρι-γρι με ποσοστό 9.1% και σ’ αυτό των παράκτιων σκαφών (εκτός απ’ τις πεζότρατες) με ποσοστό 8.5%.
Αυτό το εξαιρετικά πολύπλοκο μωσαϊκό είναι ένας βασικός λόγος που κανείς δεν φαίνεται να είναι απολύτως βέβαιος για το τι πραγματικά συμβαίνει με τα αποθέματα ψαριών στις ελληνικές θάλασσες. Αν σε άλλες περιοχές του κόσμου ο έλεγχος της διαχείρισης και της τήρησης της σχετικής νομοθεσίας μπορεί να στηριχθεί σε μια απλή συσχέτιση της συγκομιδής με τις μέρες στη θάλασσα, στη Μεσόγειο αυτό δεν είναι δυνατόν. Γενικά στη Μεσόγειο η σχετική παρακολούθηση και διαχείριση βρίσκεται σε βρεφικό στάδιο. Παρακολουθούνται τακτικά οι πληθυσμοί μόνο 4 ειδών και λείπουν επαρκή στοιχεία για το 65%-83% των ψαριών.
Όμως, είναι πάρα πολλές πια οι διερευνητικές εργασίες για τις ελληνικές θάλασσες που δείχνουν πως τα παράκτια και τα πελαγικά αποθέματα είναι μάλλον υπεραλιεύμενα, ενώ πάσχουν από την υπεραλίευση και τα σπουδαιότερα βενθικά και βενθοπελαγικά εμπορικά είδη (π.χ. μπακαλιάρος, λιθρίνι, κουτσομούρα, μπαρμπούνι). Και είναι πια απολύτως βέβαιο πως εργαλεία όπως οι τράτες βυθού προκαλούν τεράστιες ζημιές –συχνά μη αναστρέψιμες– σε πολύτιμους για το θαλάσσιο οικοσύστημα οικότοπους, όπως στα λιβάδια Ποσειδώνιας και στους υφάλους ροδοφυκών (της λεγόμενης «τραγάνας»).
Κι αν το κράτος μας δυσκολεύεται να κόψει το Γόρδιο δεσμό που εμποδίζει τη βιώσιμη διαχείριση της θάλασσας για τις επόμενες γενιές, υπάρχουν ευτυχώς σημάδια ελπίδας που έρχονται από αλλού. Η Ευρωπαϊκή πολιτική ήδη άλλαξε, κυρίως με τη θέσπιση μιας οδηγίας-πλαίσιο για τη θαλάσσια στρατηγική, σύμφωνα με την οποία οι χώρες πρέπει να εξετάζουν τη θάλασσα επιστημονικά ως οικοσύστημα, προτού θέσουν προτεραιότητες και στόχους.
Στα πλαίσια αυτής της αντιμετώπισης της θάλασσας ως οικοσύστημα, προβάλλει ως λύση η δημιουργία «θαλάσσιων καταφυγίων» στα οποία το ψάρεμα θα απαγορεύεται εντελώς, ώστε να μπορούν να αναπαράγονται τα ψάρια που κινδυνεύουν από υπεραλίευση. Και είναι ενθαρρυντικό πως πρόσφατα σύλλογοι Επαγγελματιών Αλιέων νησιών των Κυκλάδων ζήτησαν μόνοι τους να υπάρξουν θαλάσσια καταφύγια στις περιοχές τους.
Όλα όμως δείχνουν πως, αν θέλουμε να έχουμε θάλασσα ζωντανή, στο μέλλον η «ψαριά» θα είναι πολύ μικρότερη. Και το ψάρι της θάλασσας ακόμη πολυτιμότερο. Και τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας θα είναι πολύ πιο συχνά στα πιάτα μας. Όμως, για την ιχθυοκαλλιέργεια και τις δικές της επιπτώσεις στο περιβάλλον θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο. Μέχρι τότε, ας δούμε μ’ άλλο μάτι τη θάλασσα αυτό το καλοκαίρι. Κι ας θυμόμαστε πως ίσως κάνει ζημιά η τράτα του ψαρά.
Υπάρχει κάτι το ιδιαίτερο στη σχέση μας, των Ελλήνων, με το ψάρι. Είναι μια παρακαταθήκη της μακριάς θαλασσινής παράδοσης που κουβαλάμε.
Ελάχιστοι συνειδητοποιούμε πως τα αλιευμένα ψάρια, είναι ζώα άγρια, τα συγκομίζουμε από τη φύση. Η θάλασσα είναι η μήτρα τους, η τροφός τους και το σπίτι τους. Κι η θάλασσα είναι –όπως τα δάση– ένα οικοσύστημα ολόκληρο.
Η Μεσόγειος είναι πολύ πλούσια σε βιοποικιλότητα αλλά φτωχή σε πληθυσμούς. Είναι ένα από τα πιο φτωχά σε ψάρια θαλάσσια οικοσυστήματα του κόσμου γιατί δεν προσφέρει ούτε επαρκές φαγητό ούτε μεγάλης έκτασης οικότοπους. Κάποιοι επιστήμονες λένε πως «το Αιγαίο είναι άδειο».
Στη Μεσόγειο δεν έχουμε αλιεία εξειδικευμένη σε ένα είδος ψαριού. Η αλιεία εδώ είναι «πολυειδική». Κι έχουν αναπτυχθεί τοπικά, στην χιλιάδων χρόνων ιστορία του ψαρέματος στα μέρη μας, πολυάριθμες περιβαλλοντικές, κοινωνικές και ιστορικές ιδιαιτερότητες. Υπάρχει ένα απαράμιλλο μωσαϊκό πρακτικών ψαρέματος.
Κανείς δεν φαίνεται απολύτως βέβαιος για το τι συμβαίνει με τα αποθέματα ψαριών στις ελληνικές θάλασσες. Όμως πάρα πολλές πια έρευνες δείχνουν πως τα αποθέματα πάσχουν από την υπεραλίευση. Και πως κάποια εργαλεία προκαλούν τεράστιες ζημιές στο οικοσύστημα.
Ευτυχώς υπάρχουν σημάδια ελπίδας για τη βιώσιμη διαχείριση της θάλασσας. Η ευρωπαϊκή πολιτική ήδη άλλαξε προς μια προσέγγιση οικοσυστημάτων. Και σύλλογοι επαγγελματιών αλιέων νησιών των Κυκλάδων συνεργάστηκαν με την Greenpeace ζητώντας να υπάρξουν θαλάσσια καταφύγια στις περιοχές τους.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ευεξία & Διατροφή. Τεύχος 37 Μάιος - Ιούνιος 2009, 36