Με την ευκαιρία της πρόσφατης (17 Νοεμβρίου 2010) αναγόρευσης από την UNESCO της Μεσογειακής Διατροφής σε «Άϋλη Πολιτιστική Κληρονομιά της Ανθρωπότητας», θυμηθήκαμε τις διαφορές μας, των σύγχρονων Μεσόγειων και Ελλήνων, από τους προγόνους μας που την κληρονομιά τους προσπαθούμε να εκτιμήσουμε και να καρπωθούμε.
Μία από τις σημαντικές διαφορές με τους προγόνους μας, που συνηγορεί στη διαφορά στο σωματικό βάρος μεταξύ εκείνων και εμάς, είναι το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας. Οι πρόγονοί μας, π.χ. οι Κρητικοί στις αρχές της δεκαετίας του ’70, οπότε θεμελιώθηκε η ιδέα της Κρητικής – Μεσογειακής διατροφής, ήταν άνθρωποι χειρονάκτες. Αγρότες ως επί το πλείστον, που δούλευαν με το σώμα τους και περπατούσαν για να φτάσουν απ’ τα σπίτια τους στα χωράφια. Η φυσική δραστηριότητά λόγω του τρόπου ζωής τους, υπολογίζεται πως ισοδυναμούσε με καθημερινό περπάτημα 13-15 χιλιομέτρων.
Υπάρχει εδώ κάτι που είναι δύσκολο πια να θυμηθούμε και ίσως οι νεώτεροι είναι δύσκολο να κατανοήσουν, αφού δεν το έχουν αισθανθεί ποτέ. Το γεγονός πως από τα βάθη της προϊστορίας έως και πριν 40 χρόνια, η ιστορία του ανθρώπου είναι ιστορία όντων που όταν θέλουν κάπου να πάνε, η μόνη επιλογή που έχουν, η μόνη πραγματικότητα και αλήθεια, είναι ότι πάνε με τα πόδια. Τα ζώα ιππασίας και έλξης ήταν εξαιρέσεις και σπάνια, προνόμιο των ελάχιστων πολύ πλούσιων. Σήμερα, μπορεί κανείς να φανταστεί όλες οι καθημερινές μετακινήσεις μας να γίνονται μόνο με τα πόδια; Μάλλον όχι. Ενώ το ακριβώς αντίθετο πολύ εύκολα το φανταζόμαστε: να περνούμε όλη μας τη μέρα καθιστοί.
Συστάσεις για το επιθυμητό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας
Κι όμως, δεν μπορούμε απερίσκεπτα να διαχωρίσουμε το περπάτημα από την όλη εξελικτική μας πορεία ως είδος έως σήμερα. Η φυσική δραστηριότητα, οι χειρονακτικές εργασίες, είναι κάτι αναγκαίο για τον άνθρωπο, γιατί έτσι φτιαχτήκαμε, έτσι μόνο μπορούμε να διατηρούμαστε υγιείς. Τα τελευταία χρόνια αρμόδιες αρχές έχουν εκδώσει οδηγίες ή συστάσεις για το επιθυμητό επίπεδο φυσικής δραστηριότητας ώστε να διατηρούμαστε υγιείς. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα, από την έκθεση των World Cancer Research Fund / American Institute for Cancer Research για τις συνθήκες ζωής (τρόφιμα, δίαιτα, φυσική δραστηριότητα) που βοηθούν στην πρόληψη του καρκίνου.
Σύμφωνα με αυτήν την έκθεση, συνιστάται κατ’ αρχάς η καθημερινή τουλάχιστον 30 λεπτών, μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα, όπως π.χ. ένα ζωηρό περπάτημα (ή ποδηλασία, χορός, κολύμβηση). Και όσο η φυσική κατάσταση βελτιώνεται, συνιστάται η αναπροσαρμογή του στόχου προς την καθημερινή και τουλάχιστον 60 λεπτών μέτριας έντασης φυσική δραστηριότητα, ή εναλλακτικά προς την καθημερινή και τουλάχιστον 30 λεπτών μεγάλης έντασης φυσική δραστηριότητα όπως π.χ. το τρέξιμο (ή το τέννις και το ποδόσφαιρο).
Όμως, το επίπεδο της καθημερινής φυσικής δραστηριότητας (Physical Activity Level) εξαρτάται από το χρόνο που ασκούμε την κάθε μία δραστηριότητα. Έτσι, για παράδειγμα, το ίδιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται αν αντί για 30 λεπτά ζωηρού βαδίσματος, κάποιος περπατήσει κανονικά για λίγο παραπάνω από μία ώρα. Διότι η PAL υπολογίζεται ως το σύνολο της ημερήσιας ενεργειακής κατανάλωσης σε σχέση με το βασικό μεταβολικό ρυθμό.
Στο σύγχρονο τρόπο ζωής που διάγουμε οι περισσότεροι, είναι λογικό ότι προκειμένου να εκπληρώσουμε αυτές τις συστάσεις, σκεφτόμαστε κατ’ αρχήν πως χρειάζεται να οργανώσουμε το χρόνο μας έτσι ώστε να αφιερώσουμε ένα κομμάτι της ημέρας για περπάτημα, τρέξιμο, γυμναστήριο, χορό ή κάτι άλλο. Όμως, για πολλούς επιστήμονες ήταν αποκάλυψη η διαπίστωση ότι αν ενθαρρύνεται ο κόσμος να περπατάει στην καθημερινότητά του χωρίς να το σχεδιάζει επί τούτου, μπορεί ίσως να επιτυγχάνεται κάλυψη της απαιτούμενης PAL και έτσι μείωση της παχυσαρκίας, δηλαδή ένα κορυφαίος στόχος δημόσιας υγείας.
Ειδικά στις ΗΠΑ, αλλά και σε κάποιες άλλες αγγλοσαξωνικές χώρες, όπως η Σκωτία –λόγω του σχεδιασμού με βάση στόχους που εφαρμόζουν- το θέμα αυτό απασχολεί πια το κοινό καθώς και μία σειρά επιστημόνων που ασχολούνται με τον αστικό σχεδιασμό (π.χ. και γεωπόνους αρχιτέκτονες τοπίου), τη δημόσια υγεία (σωματική και ψυχική), την πολιτική και την αυτοδιοίκηση.
Τι είναι η «περιπατικότητα» των γειτονιών;
Σε αυτές τις χώρες μιλούν πια για την «περιπατητικότητα» (Walkability) των γειτονιών, για το πόσο δηλαδή το σχέδιο και οι συνθήκες που υπάρχουν σε κάθε περιοχή ενθαρρύνουν το περπάτημα των κατοίκων. Και προσπαθούν να μετατρέψουν αυτήν την αφηρημένη έννοια σε χρήσιμο εργαλείο που να συσχετίζεται άμεσα με τα επίπεδα παχυσαρκίας των κατοίκων. Γιατί διαπιστώνουν ότι άνθρωποι που ζουν σε πιο «περιπατητικές» κοινότητες είναι περισσότερο φυσικά δραστήριοι και λιγότερο υπέρβαροι απ’ ότι οι κάτοικοι λιγότερο περιπατητικών κοινοτήτων.
Η αρχική διαπίστωση ήταν η μεγάλη διαφορά των προαστίων από το κέντρο της πόλης. Στα προάστια, κάθε προορισμός για τον οποίο ξεκινάμε από το σπίτι μας, είναι πολύ μακριά για να πάμε με τα πόδια. Αυτό ισχύει απολύτως για τις περιοχές που είναι αμιγώς κατοικίας και δεν έχουν εμπορικές ή άλλες δραστηριότητες και χρήσεις γης. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι κάτοικοι τέτοιων προαστίων περνούν περισσότερο χρόνο στα αυτοκίνητα σε σχέση με αυτούς που κατοικούν στο κέντρο της πόλης. Όμως όπως διαπίστωσαν ερευνητές στις ΗΠΑ, κάθε επιπλέον ώρα ανά μέρα στο αυτοκίνητο αυξάνει την πιθανότητα παχυσαρκίας κατά 6%.
Το παράδοξο της «περιπατικότητας»
Εδώ υπάρχει ένα φαινομενικό παράδοξο της έννοιας της «περιπατητικότητας». Διότι η επιλογή της κατοικίας στα προάστια γίνεται συνήθως με την ιδέα ότι αυτά προσφέρουν καλύτερη ποιότητα ζωής, ότι είναι πιο «υγιεινά». Και πράγματι, προσφέρουν συνήθως καθαρότερη ατμόσφαιρα όσον αφορά ορισμένους αέριους ρύπους, καθώς και μεγαλύτερες ποσότητες αστικού πράσινου, αστικής φύσης, ωφέλιμων δηλαδή παραγόντων για την ψυχική μας υγεία.
Όμως, αν δεν είναι σχεδιασμένα να ενθαρρύνουν τη φυσική δραστηριότητα, φαίνεται πως μπορούν να συνεισφέρουν στην επιβάρυνση της δημόσιας υγείας (ενώ μπορεί να είναι πιο επιβαρυντικά και στο περιβάλλον). Οι γειτονιές θεωρούνται προσανατολισμένες στα αυτοκίνητα και την παχυσαρκία, όταν καθιστούν αδύνατη επιλογή ή εξαιρετικά δύσκολη πρόκληση, το περπάτημα, την ποδηλασία ή τη μετακίνηση με μέσα μαζικής μεταφοράς.
Ποιοι παράγοντες ενθαρρύνουν την περιπατικότητα;
Από τις έρευνες που έχουν γίνει έως σήμερα, φαίνεται ότι ο σημαντικότερος παράγοντας σχεδιασμού του δομημένου περιβάλλοντος που ενθαρρύνει τη μεγαλύτερη περιπατητικότητα μιας γειτονιάς, είναι μάλλον η ποικιλία και ο αριθμός των δραστηριοτήτων (όπως καταστήματα, σχολεία, υπηρεσίες, στάσεις διέλευσης μέσων μαζικής μεταφοράς, κέντρα ψυχαγωγίας, άλση και πλατείες, κλπ) που αναπτύσσονται σε μία ακτίνα 1 χιλιομέτρου γύρω από την κατοικία. Δεύτερος σημαντικότερος παράγοντας είναι μάλλον η ευκολία διασύνδεσης των προορισμών, δηλαδή το πόσο μεγάλα είναι τα οικοδομικά τετράγωνα, πόσες διασταυρώσεις υπάρχουν, κλπ. Οι άνθρωποι γενικά δεν θέλουν να περπατούν μακριά και απεχθάνονται τις έμμεσες διαδρομές. Γενικά, η απόσταση επηρεάζει την απόφασή μας αν θα πάμε με το αυτοκίνητο, με τα πόδια ή με ποδήλατο. Η απόσταση καθορίζει την προσβασιμότητα.
Συνολικά, οι γειτονιές μας χαρακτηρίζονται «προσανατολισμένες στους πεζούς» αν έχουν σχετικά υψηλές πυκνότητες ανάπτυξης (μεγαλύτερες από μία μονοκατοικία ανά στρέμμα), ένα μείγμα δραστηριοτήτων-χρήσεων, ένα δίκτυο δρόμων με υψηλή σύνδεση μεταξύ τους (όπου δηλαδή το μέγεθος των οικοδομικών τετραγώνων είναι μικρό), δρόμους σε ανθρώπινη κλίμακα και αισθητικές ποιότητες τέτοιες που κάνουν το περπάτημα και εφικτό και ελκυστικό.
Τι συμβαίνει σε αυτές τις γειτονιές με την παχυσαρκία;
Αυτές οι γειτονιές έχουν λιγότερους υπέρβαρους κατοίκους, όπως ανακαλύπτουν ερευνητές στις ΗΠΑ. Για παράδειγμα, σε μία έρευνα η σύγκριση γειτονιών που διαθέτουν μείγμα δραστηριοτήτων-χρήσεων με τις γειτονιές των προαστίων (μόνο κατοικίες), δείχνει μία μείωση της πιθανότητας παχυσαρκίας στις πρώτες κατά 7%. Για τους μεμονωμένους κατοίκους αυτό σημαίνει ότι η σχετική πιθανότητά τους να καταστούν παχύσαρκοι μειώνεται κατά 35%, ενώ ένας μέσος λευκός άντρας κάτοικος μιας τέτοιας «περιπατητικής» γειτονιάς ζυγίζει περίπου 4,5 κιλά λιγότερο από κάποιον κάτοικο αμιγώς οικιστικής γειτονιάς.
Η θετική επίδραση των «περιπατητικών» γειτονιών στην παχυσαρκία είναι λογική και αναμενόμενη, επιβεβαιώνεται όμως και από τις έρευνες. Π.χ. σε μία έρευνα υπολογίστηκε ότι κάθε χιλιόμετρο βαδίσματος ανά ημέρα συσχετίζεται με 4,8% μειωμένες πιθανότητες παχυσαρκίας. Διαπιστώθηκε δε ότι όσοι χρησιμοποιούν μέσα μαζικής μεταφοράς από και προς το χώρο εργασίας τους, περπατούν μόνο γι’ αυτό το λόγο 19 λεπτά την ημέρα. Και πως όσοι παίρνουν τραίνο περπατούν 30% περισσότερα βήματα κάθε μέρα σε σχέση με όσους πάνε στη δουλειά τους με το αυτοκίνητο.
Τα θετικά αποτελέσματα τέτοιου είδους γειτονιών, φιλικών στους πεζούς και τους ανθρώπους, είναι πολλά και ποικίλα, πέραν της ενθάρρυνσης του περπατήματος. Για παράδειγμα, η ευχερής πρόσβαση σε χώρους όπου κάποιος μπορεί να γυμναστεί (μονοπάτια, ανοικτοί δημόσιοι χώροι, κολυμβητήρια, γυμναστήρια) από μόνη της συσχετίζεται θετικά με το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας των ενηλίκων.
Από την άλλη, σύμφωνα με κάποιες έρευνες, επειδή οι γειτονιές υψηλής περιπατητικότητας προσφέρουν μεγαλύτερη πιθανότητα συνάντησης με γείτονες, οι κάτοικοί τους εμπλέκονται σε κοινωνικές δραστηριότητες πιο συχνά από αυτούς που ζουν σε γειτονιές που εξαρτώνται από τα αυτοκίνητα. Ειδικά στους ηλικιωμένους, τα θετικά αποτελέσματα στην υγεία αυτής της κοινωνικής αλληλεπίδρασης είναι καλά τεκμηριωμένα.
Πως το περιβάλλον της πόλης επηρεάζει την περιπατικότητα;
Το μείγμα χρήσεων-δραστηριοτήτων στις περιοχές που θεωρούνται μη-φιλικές στο περπάτημα, έχει και μία άλλη διάσταση μέσω της οποίας πιθανόν να σχετίζεται με την παχυσαρκία. Σε περιοχές που είναι χαμηλού βιοτικού επιπέδου μπορεί να σχετίζεται με την ύπαρξη ενός ιδιαίτερα «τοξικού διατροφικά περιβάλλοντος» λόγω της διαθεσιμότητας μόνο ταχυφαγείων και της έλλειψης πρόσβασης των κατοίκων σε μπακάλικα και σούπερ μάρκετ με φρέσκα τρόφιμα.
Πάντως, η ανάλυση της περιπατητικότητας μόνο με βάσει τα στοιχεία του δομημένου περιβάλλοντος, δεν μας δείχνει τη συνολική εικόνα για τη βέλτιστη γειτονιά. Η ύπαρξη ορισμένων ποιοτικών φυσικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών φαίνεται πως είναι απαραίτητη για να γίνει κάποια διαδρομή ελκυστική για να περπατιέται. Σύμφωνα με μία έρευνα, τα πιο «περιπατητικά» τμήματα διαδρομών είχαν μεγαλύτερη κίνηση, ποικιλία χρήσεων γης, ανέσεις για τους πεζούς (π.χ. παγκάκια), ευχάριστη αισθητική, φυσικά στοιχεία και περιβαλλοντική – οδική - κοινωνική ασφάλεια. Ανασφάλεια προκαλεί κάθε ένδειξη έλλειψης πολιτισμού όπως τσακωμοί, αδέσποτα σκυλιά, απουσία ανθρώπων, σκουπίδια, μειωμένη ορατότητα και δυνατότητα επίβλεψης του χώρου, κλπ.
Κι από την άλλη, εφόσον υπάρχει ασφάλεια, το περπάτημα σε πράσινο περιβάλλον σχετίζεται με πιο θετική διάθεση και χαμηλότερη αρτηριακή πίεση απ’ ότι αυτό σε αστικό-δομημένο περιβάλλον. Γενικά, οι ανοιχτοί πράσινοι χώροι αναδεικνύονται ως πολύ σημαντικοί και από την προβληματική της «περιπατητικότητας». Έχει διαπιστωθεί φερειπείν πως όσοι μένουν λιγότερο από 10 λεπτά με τα πόδια από κάποιον ανοικτό δημόσιο χώρο έχουν διπλάσια πιθανότητα (σε σχέση με τους πιο απομακρυσμένους) να επιτυγχάνουν τα συνιστώμενα επίπεδα φυσικής δραστηριότητας. Και ακόμα έχουν τη διπλάσια πιθανότητα να είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους!
Καταλήγοντας
Στις δικές μας πόλεις χρειάζεται να γίνουν αρκετά ώστε να αποκτήσουν μεγαλύτερη περιπατητικότητα. Αξίζει όμως να θυμόμαστε πως, το πόσο μπορούμε να περπατάμε στην πόλη μας δεν είναι απλώς «καπρίτσιο» κάποιων ονειροπόλων ποδηλατών ή περιπατητών, αλλά ένα θέμα δημόσιας υγείας και ενδιαφέροντος.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό Ευεξία & Διατροφή. Τεύχος 46 ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2010, σελ.26