Διατροφή

Τροφή και βιοποικιλότητα: γιατί να ευαισθητοποιηθούμε;

του Μιχάλη Αναστασιάδη
22 Μαΐου 2016
16110 Προβολές
5 λεπτά να διαβαστεί
Τροφή και βιοποικιλότητα: γιατί να ευαισθητοποιηθούμε;

Photo source: www.bigstockphoto.com

Η Βιοποικιλότητα (ή βιολογική ποικιλότητα) συχνά συγχέεται με μια καταγραφή των ειδών ή των ποικιλιών. Όμως είναι έννοια πολύ ευρύτερη και πολύ πλουσιότερη, αφού αφορά την ποικιλία της ζωής σε όλες της τις μορφές και σε όλα τα επίπεδα οργάνωσης. Με μία φράση, η βιοποικιλότητα είναι οι «διαφορετικές δομές με τις οποίες εκφράζεται η ζωή στα διαφορετικά επίπεδα οργάνωσής της, από το γενετικό, το επίπεδο των ειδών, το επίπεδο των οικοσυστημάτων, μέχρι το επίπεδο του τοπίου, όπου κι αν βρίσκονται αυτές οι δομές, δηλαδή στην ξηρά, στο νερό ή στον αέρα, καθώς και τον τρόπο έκφρασης αυτής της ποικιλίας σε χωρική και χρονική κλίμακα».

Ελληνική βιοποικιλότητα

Η Ελλάδα περιλαμβάνει από τις υψηλότερες στον πλανήτη πυκνότητες βιοποικιλότητας σε αναλογία προς την έκτασή της. Αυτό οφείλεται στην πολύπλοκη γεωγραφία και μορφολογία της, αλλά και στη γεωλογική της ιστορία. Την εποχή των παγετώνων, στη Νότια Ελλάδα διασώθηκαν πολλοί οργανισμοί που κατέβαιναν απ’ το Βορά «κυνηγημένοι» από το κρύο. Γι’ αυτό το λόγο, ο βιολογικός μας πλούτος έχει και μεγάλα ποσοστά φυτών, εντόμων, ψαριών, κλπ που υπάρχουν μόνο εδώ και πουθενά αλλού στον κόσμο (ενδημικά). Η Ελλάδα αποτελεί για την Ευρωπαϊκή χλωρίδα και πανίδα ένα από τα σημαντικότερα καταφύγια πολλών απειλούμενων, κινδυνευόντων και σπάνιων ειδών.

Έτσι, για την Ελλάδα η προστασία του βιολογικού πλούτου δεν είναι μόνο ζήτημα αλληλεγγύης προς τις επόμενες γενιές αλλά και αλληλεγγύης προς τον υπόλοιπο κόσμο.

Βιοποικιλότητα και αγροτικές καλλιεργειες

Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της βιοποικιλότητας είναι η αγροτική (αγροβιοποικιλότητα). Που αφορά την ποικιλία και την παραλλακτικότητα των ζωντανών οργανισμών που συνεισφέρουν ή σχετίζονται με τη διατροφή και τη γεωργία (με την ευρεία της έννοια). Για να καταλάβουμε καλύτερα το εύρος της, ίσως αξίζει να την ορίσουμε ως τη βιοποικιλότητα που υπάρχει στα αγροτικά τοπία. Και να σκεφτούμε ότι από το σύνολο της στεριάς του πλανήτη, το 27% καλλιεργείται και το 40% βόσκεται. Δηλαδή, πάνω από το 65% της στεριάς είναι αγροτικά τοπία, που δέχονται κάποια διαχείριση σχετική με τη γεωργία.

Σε αυτά τα τοπία, η βιοποικιλότητα «σχεδιάζεται», τουλάχιστον εν μέρει. Οι αγρότες επιλέγουν τα καλλιεργούμενα φυτά και τα εκτρεφόμενα ζώα. Για διατροφή ανθρώπων και ζώων, για ίνες, για τις χημικές τους ιδιότητες (φαρμακευτικές, αρωματικές, φυτοπροστατευτικές, παραγωγής χρωμάτων, κ.ά.), για ξυλεία, για παραγωγή καυσίμων.

Οι επιλογές αυτές είναι πολύ σημαντικές, αφού ένα σημαντικό κομμάτι του βιολογικού πλούτου είναι όλες εκείνες οι ποικιλίες φυτών και οι φυλές ζώων που η χρήση τους έρχεται από το μακρινό παρελθόν. Οι παραδοσιακές ή ντόπιες ποικιλίες καλλιεργούμενων φυτών και οι αυτόχθονες φυλές αγροτικών ζώων. Που η διατήρησή τους, η επιβίωσή τους, μας είναι απαραίτητη για να κρατήσουμε τα πολύτιμα, προσαρμοσμένα στο κλίμα και τις συνθήκες μας, χαρακτηριστικά τους. Και είναι κρίμα που η σύγχρονη παραγωγή, με τις απαιτήσεις των αγορών (εμφάνισης, ομοιομορφίας, ανθεκτικότητας στη συντήρηση) έχουν οδηγήσει ήδη πολλές από αυτές στην εξαφάνιση.

Όμως οι αγρότες διαχειρίζονται, επιπλέον, την ανάπτυξη ειδών που αποτελούν δείκτες (π.χ. τριανταφυλλιές στους αμπελώνες), ή παγίδες παθογόνων (π.χ. κατιφέδες στις τομάτες), ή μέσα μηχανικής προστασίας (π.χ. ανεμοφράκτες), ή ενδιαιτήματα ωφέλιμων ειδών (π.χ. φυτοφράκτες), ή επικονιαστές (π.χ. μέλισσες), ή μέσα βελτίωσης της γονιμότητας του εδάφους (π.χ. χλωρές λιπάνσεις), κ.ά. Εξάλλου, με τη βόσκηση, με τη συλλογή αυτοφυών φυτών και άγριων μανιταριών, καθώς και με το κυνήγι ή τη συλλογή άγριων ζώων, ασκείται επιλεκτική εξελικτική πίεση σε συγκεκριμένα άγρια είδη. Μια διαχείριση που είναι εν πολλοίς συνειδητή, δηλαδή «σχεδιασμένη».

Η αγροβιοποικιλότητα περιλαμβάνει λοιπόν τη «σχεδιασμένη» βιοποικιλότητα του αγροτικού τοπίου, εντός ή εκτός των στενών ορίων των αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Αλλά περιλαμβάνει και όλη τη «συσχετιζόμενη» με αυτήν βιοποικιλότητα, όλα τα είδη που εξαρτώνται ή αλληλεπιδρούν με τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Είδη που είναι αυτόχθονα ή εποικίζουν τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις, είδη της άγριας χλωρίδας και πανίδας σε παρακείμενες φυσικές περιοχές, είδη στα δάση και τους βοσκοτόπους. Θηλαστικά, πουλιά, ερπετά, έντομα, μύκητες και βακτήρια, εδαφική χλωρίδα και πανίδα, κ.ά. Και –αξίζει να σημειωθεί- η αγροβιοποικιλότητα περιλαμβάνει κι ό,τι έχει σχέση με την αλιεία, τις υδατοκαλλιέργειες και τους υγροτόπους, αν και σε τούτο το σημείωμα σκόπιμα αφήνουμε στην άκρη αυτή την «υδάτινη» διάσταση.

Πώς να μιλήσει λοιπόν κανείς για μία τόσο αχανή έννοια; Πολύ θα θέλαμε, ίσως, να είναι πιο απλά τα πράγματα, να μπορούσαμε να ξεχωρίσουμε τα δάση από τους βοσκοτόπους, τα χωράφια απ’ τις παρόχθιες ζώνες, τ’ αγριογούρουνα από τις καλλιέργειες καλαμποκιού. Όμως η πραγματικότητα δεν είναι αυτή – ευτυχώς. Η αγροβιοποικιλότητα είναι ό,τι είναι όμορφο, παλλόμενο, ζωντανό και μυστήριο, στη σχέση που αναπτύξαμε με τη γη για να τραφούμε, να ντυθούμε και να ζήσουμε.

Και έχει εξαιρετική και απολύτως απαραίτητη για τον άνθρωπο «χρησιμότητα». Συντελεί σε όλες τις λειτουργίες της φύσης, μας παρέχει αυτό που η σύγχρονη ορολογία ονομάζει «οικοσυστημικές υπηρεσίες». Όπως η συλλογή και το φιλτράρισμα του νερού της βροχής. Ή η προστασία από πλημμύρες. Ή η παραγωγή οξυγόνου. Ή ακόμα η σταθερότητα της αγροτικής παραγωγής και των φυσικών οικοσυστημάτων.

Όμως η αγροβιοποικιλότητα έχει δύο ιδιαιτερότητές σε σχέση με την υπόλοιπη βιοποικιλότητα.

Αφενός, βρίσκεται σε όλη εκείνη τη «γκρίζα ζώνη» μεταξύ του «ανέγγιχτου» φυσικού και του εντελώς τεχνητού περιβάλλοντος. Δηλαδή είναι τόσο διάχυτη που δεν μπορεί γενικά να διατηρηθεί με μέτρα περιορισμού σε λίγες καθορισμένες περιοχές απόλυτης προστασίας όπως τα πάρκα και οι δρυμοί (αν και τέτοιες επιλογές είναι χρήσιμες σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως για τη διατήρηση παραδοσιακών ποικιλιών).

Αφετέρου, διαφοροποιείται καθημερινά και διαμορφώνεται από άπειρες ατομικές επιλογές και αποφάσεις αγροτών και κατοίκων της υπαίθρου. Η αγροβιοποικιλότητα όπως την ξέρουμε σήμερα έχει διαμορφωθεί από τις πρακτικές και γνώσεις των αγροτικών κοινωνιών του παρελθόντος.

Βέβαια, οι γεωργικές πρακτικές πάντα είχαν στόχο την απλοποίηση της φύσης σε κάποιον καθορισμένο χώρο, ώστε να ωφεληθούν τα συγκεκριμένα είδη φυτών και ζώων που θέλει ο άνθρωπος, με την παροχή σε αυτά περισσότερων θρεπτικών στοιχείων, νερού και ηλιακής ενέργειας. Όμως τα παραδοσιακά αγροτικά συστήματα περιορίζονταν από τη διαθεσιμότητα ενέργειας και μέσων λίπανσης και φυτοπροστασίας. Έτσι αναπτύχθηκαν σε μικρή αναλογικά έκταση, σεβόμενα και αξιοποιώντας τους κύκλους της φύσης, δίνοντας τόπο στην αγροβιοποικιλότητα.

Σύγχρονη γεωργία και βιοποικιλότητα

Η σύγχρονη γεωργία, με επάρκεια τεχνολογικών βοηθημάτων και φτηνής ενέργειας, προσανατολισμένη στην αγορά και το παγκόσμιο εμπόριο, δεν έχει τέτοιους περιορισμούς. Και γι’ αυτό φαίνεται πως κατευθύνεται στην πλήρη απλοποίηση των αγροτικών οικοσυστημάτων (π.χ. εκτεταμένες μονοκαλλιέργειες, αποκλειστικά σταυλισμένες εκτροφές, κ.ά.). Όμως η απώλεια αγροβιοποικιλότητας στην παγκόσμια έκταση που συμβαίνει σήμερα, είναι πολύ επικίνδυνη, ιδιαίτερα λόγω της ρευστής κατάστασης που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή.

Λύσεις στην κατεύθυνση προστασίας της αγροβιοποικιλότητας υπάρχουν. Όπως η λεγόμενη «λειτουργική» βιοποικιλότητα (π.χ. η εισαγωγή ωφέλιμων εντόμων ή η πιο γοητευτική αξιοποίηση των σχέσεων – συνεργασίας ή αλληλοπάθειας– μεταξύ διαφόρων ειδών φυτών). Ή όπως ο επαναπροσανατολισμός της πολιτικής επιδοτήσεων προς τη χρηματοδότηση των πρακτικών που προστατεύουν τη βιοποικιλότητα (δηλαδή στην ακριβώς αντίθετη απ’ την κατεύθυνση που έχει έως σήμερα).

Ίσως όμως το σημαντικότερο μέτρο που χρειάζεται, να είναι η ενσωμάτωση του κόστους απώλειας αγροβιοποικιλότητας στην τιμή των αγροτικών προϊόντων. Γιατί όσο η τιμή του σταριού είναι η ίδια, είτε παράγεται στην αποψιλωμένη Θεσσαλία είτε σε χωράφια με βελανιδιές στην Κοζάνη, θα υπάρχει κίνητρο για τους αγρότες της δεύτερης να κόβουνε τα δέντρα, για να μειώσουν τα κόστη παραγωγής. Κι όσο η τιμή των συμβατικών προϊόντων είναι στα ράφια χαμηλότερη από αυτή των προϊόντων βιολογικής γεωργίας (που σέβεται περισσότερο την αγροβιοποικιλότητα) θα υπάρχει πάντα κίνητρο για την προτίμηση των πρώτων και για την περαιτέρω απλοποίηση των αγρο-οικοσυστημάτων.

Συμπέρασμα

Αν υπάρχει κάτι που αξίζει πάντα να θυμόμαστε, είναι αυτό: η μείωση της αγροβιοποικιλότητας ξεκινάει από τα ράφια των καταστημάτων. Και τελικά, η αγροβιοποικιλότητα διαμορφώνεται καθημερινά από άπειρες ατομικές επιλογές και αποφάσεις καταναλωτών και κατοίκων της πόλης. Αν θέλουμε μια καλλιεργούμενη φύση ζωντανή και πολύπλοκη, χρειάζονται βοηθητικές αγροτικές πολιτικές. Αλλά χρειάζεται και να ψηφίζουμε γι’ αυτό με τα πιρούνια μας...

Αναδημοσίευση απο το περιοδικό "Ευεξία και Διατροφή" του ΕΛΙΓΑΣΤ

Μιχάλης Αναστασιάδης
Μιχάλης Αναστασιάδης