Παθήσεις Πεπτικού

Κολίτιδα από Clostridium difficile: προσοχή στα αντιβιοτικά!

της Μαρίας Σταφυλίδου
04 Φεβρουαρίου 2014
141957 Προβολές
2 λεπτά να διαβαστεί
diafora xapia

Photo source: www.bigstock.com

Το Clostridium difficile (C. difficile) προέρχεται από την ελληνική λέξη "κλωστήρ" και τη λατινική "difficile" που σημαίνει δύσκολος. Είναι ένα Gram-θετικό βακτήριο που παράγει μεγάλο αριθμό τοξινών, μεταξύ των οποίων την εντεροτοξίνη Α και την κυτταροτοξίνη Β. Η κολίτιδα από το C. difficile προσβάλλει πιο συχνά ενήλικες που νοσηλεύονται σε νοσοκομεία και μονάδες μακροχρόνιας περίθαλψης που λαμβάνουν αντιβιοτικά, αλλά πρόσφατες μελέτες δείχνουν αυξημένα ποσοστά μόλυνσης και σε νέα υγιή άτομα χωρίς προηγούμενο ιστορικό χρήσης αντιβιοτικών ή νοσηλείας σε νοσοκομεία.

Επιδημιολογία

Κάθε χρόνο περισσότεροι από μισό εκατομμύριο άνθρωποι προσβάλλονται από κολίτιδα προκαλούμενη από C. difficile, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά τα ποσοστά των πιο σοβαρών και δύσκολα αντιμετωπίσιμων λοιμώξεων. Υπολογίζεται ότι 2-5% των ανθρώπων φέρουν το C. difficile στο έντερο τους (αποικισμός), αλλά το αν θα νοσήσουν ή όχι εξαρτάται από την επάρκεια του ανοσοποιητικού τους συστήματος και τη χρήση αντιβιοτικών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η κολίτιδα συνήθως εκδηλώνεται κατά τη διάρκεια ή λίγο διάστημα μετά τη χρήση αντιβιοτικών.

Κλινικές εκδηλώσεις

Η βαρύτητα της κλινικής εικόνας της κολίτιδας μπορεί να κυμαίνεται από ήπια ή μέτρια (3 περίπου διάρροιες την ημέρα με ήπιο κοιλιακό πόνο), αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι τη σοβαρή μορφή με σχηματισμό μεμβρανών στο έντερο που αιμορραγούν ή παράγουν βλέννη (ψευδομεμβρανώδης κολίτιδα), 10 έως 15 διάρροιες ημερησίως και έντονο κοιλιακό πόνο, πυρετό, αίμα ή βλέννη στα κόπρανα, ναυτία, αφυδάτωση, ανορεξία και απώλεια βάρους.

Ποιοι είναι οι τρόποι μετάδοσης;

Το C. difficile είναι ένα βακτήριο που βρίσκεται στο περιβάλλον, τον αέρα, το νερό, τα κόπρανα ανθρώπων και ζώων, και τα τρόφιμα, όπως το κατεργασμένο κρέας. Το C. difficile παράγει σπόρους, που μπορούν να διατηρηθούν στο περιβάλλον εβδομάδες έως και μήνες, με αποτέλεσμα τη μόλυνση του ανθρώπου όταν έρθουν τα χέρια του σε επαφή με μολυσμένες επιφάνειες.

Παθογένεια

Στο έντερο διαβιούν εκατομμύρια βακτήρια αρκετά εκ των οποίων προστατεύουν το έντερο από λοιμώξεις. Με τη χρήση αντιβιοτικών πολλά από αυτά τα "προστατευτικά" βακτήρια καταστρέφονται, δίνοντας χώρο στο C. difficile να πολλαπλασιαστεί άνευ ελέγχου. Τα αντιβιοτικά που συνηθέστερα προκαλούν κολίτιδα από C. difficile είναι οι κινολόνες, η κλινδαμυκίνη, οι κεφαλοσπορίνες και οι πενικιλίνες.

Από το 2000, ένα νέο επιθετικό στέλεχος του C. difficile έχει εμφανιστεί με ικανότητα παραγωγής υψηλών επιπέδων τοξινών και ανθεκτικότητα στη θεραπευτική αγωγή και μάλιστα σε ασθενείς που δεν είχαν νοσηλευτεί ή είχαν λάβει αντιβιοτικά.

Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;

Η χρήση αντιβιοτικών αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου, ιδιαίτερα όταν είναι «ευρέου» φάσματος και λαμβάνονται για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Επίσης, φάρμακα που καταστέλλουν την έκκριση γαστρικού οξέος από το στομάχι, όπως οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων (PPIs), ενοχοποιούνται ως παράγοντας κινδύνου. Να σημειωθεί η ιδιαίτερη ευαισθησία των ασθενών που εκτέθηκαν σε εγκαταστάσεις νοσοκομειακής περίθαλψης (νοσοκομεία), όπου γίνεται παρατεταμένη χρήση αντιβιοτικών και PPIs. Τέλος, η προχωρημένη ηλικία αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Σε μελέτες έχει αποδειχτεί ότι ο κίνδυνος λοίμωξης από C. difficile είναι 10 φορές μεγαλύτερος σε ασθενείς >65 ετών, σε σχέση με νεότερους ασθενείς.

Επιπλοκές

Οι επιπλοκές από την κολίτιδα είναι κυρίως η αφυδάτωση, η νεφρική ανεπάρκεια, και σπανιότερα, το τοξικό μεγάκολο και η διάτρηση του εντέρου με ανάπτυξη περιτονίτιδας, καταστάσεις πολύ επικίνδυνες για τη ζωή.

Θεραπεία

Το πρώτο βήμα στην αντιμετώπιση της λοίμωξης από C. difficile είναι η διακοπή (όπου αυτό είναι εφικτό) του αντιβιοτικού που πυροδότησε την κολίτιδα. Η ενυδάτωση έχει στόχο την αποκατάσταση των υγρών και ηλεκτρολυτών και θα πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις μορφές βαρύτητας της κολίτιδας από C. difficile.

Αντιβιοτικά

Παραδόξως υπάρχουν αντιβιοτικά που δρουν εναντίον του C. difficile, όπως είναι η μετρονιδαζόλη και η βανκομυκίνη από το στόμα, ενώ από το 2011 το FDA ενέκρινε ένα νέο αντιβιοτικό από το στόμα, τη φιδαξομυκίνη, αλλά λόγω του υψηλού κόστους η χρήση της είναι περιορισμένη.

Προβιοτικά

Τα προβιοτικά είναι μικροοργανισμοί, οι οποίοι έχουν την ικανότητα αποκατάστασης της υγιούς εντερικής χλωρίδας. Μπορεί κάποιος να τα προσλάβει μέσα από τη διατροφή του, αλλά και μέσα από συμπληρώματα.

Τι περιλαμβάνονται στα προληπτικά μέτρα;

  1. Πλύσιμο των χεριών του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, των ασθενών και συνοδών με ζεστό νερό και σαπούνι, δεδομένου ότι οι σπόροι του C. difficile δεν καταστρέφονται από τα αλκοολούχα αντισηπτικά.
  2. Απομόνωση των ασθενών με τεκμηριωμένη λοίμωξη από C. difficile προς αποφυγή διασποράς της νόσου.
  3. Καθαρισμός των επιφανειών με χλωρίνη για καταστροφή των σπόρων του C. difficile.
  4. Αποφυγή αλόγιστης χρήσης αντιβιοτικών και να προτιμώνται ιδιαίτερα τα αντιβιοτικά «στενού» φάσματος για περιορισμένο χρονικό διάστημα και πάντα μετά από συνταγή γιατρού.

Αναδημοσίευση από το περιοδικό "Ευεξία & Διατροφή", τεύχος 64, Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου 2013.

Μαρία Σταφυλίδου
Μαρία Σταφυλίδου ειδικευόμενη Γαστρεντερολογίας, Δ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική ΓΝΘ Ιπποκράτειο