Ο καρκίνος είναι μία από τις πιο συχνές ασθένειες της εποχής μας και, μαζί με τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ευθύνεται για τους περισσότερους θανάτους παγκοσμίως. Τις τελευταίες δεκαετίες αναγνωρίζεται ο ρόλος της διατροφής τόσο στην ανάπτυξη καρκινικών όγκων όσο και στη διαχείριση συμπτωμάτων κατά τη διάγνωση και μετά τη θεραπεία.
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στοιχεία της διατροφής είναι ο ρόλος των υδατανθράκων στη δημιουργία και ανάπτυξη καρκινικών όγκων. Η θεωρία είναι ότι ο όγκος «τρέφεται» με γλυκόζη, που είναι το κύριο καύσιμο του οργανισμού μας και το οποίο το σώμα μας αποκτά με τη διάσπαση των υδατανθράκων. Αληθεύει όμως αυτός ο ισχυρισμός;
Ο ρόλος της γλυκόζης στον οργανισμό
Ας ξεκινήσουμε αναφέροντας ότι η γλυκόζη είναι θρεπτικό συστατικό κάθε κυττάρου, υγιούς ή καρκινικού.
Όταν καταναλώνουμε κάποια μορφή υδατάνθρακα (απλά σάκχαρα ή άμυλο από φρούτα, λαχανικά, αμυλούχα τρόφιμα, γαλακτοκομικά τρόφιμα και όσπρια), αυτή μετατρέπεται σε γλυκόζη στο σώμα μας και απορροφάται από τα κύτταρα με τη δράση της ορμόνης ινσουλίνης. Τα καρκινικά κύτταρα δεν έχουν ρυθμιστικούς μηχανισμούς και αναπτύσσουν περισσότερους διαύλους με αποτέλεσμα να «απορροφούν» μεγαλύτερα ποσά γλυκόζης από τα υγιή.
Τι σημαίνει αυτό;
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι η ζάχαρη και γενικότερα οι υδατάνθρακες προκαλούν καρκίνο!
Η γλυκόζη είναι απαραίτητο καυσίμο για τη λειτουργία του εγκεφάλου και του αιμοποιητικού συστήματος. Ακόμη, το σώμα μας έχει αυστηρούς μηχανισμούς ρύθμισης των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα και παράγει γλυκόζη από άλλες πηγές ενέργειας όταν υπάρχει ανάγκη.
Ωστόσο, η διαταραχή του μηχανισμού, δηλαδή ο διαβήτης, πιθανώς να εμπλέκεται σε μηχανισμούς καρκινογένεσης, μέσω του ρόλου της ινσουλίνης. Διάφοροι παράγοντες έχουν σχετιστεί με ανάπτυξη διαβήτη όπως η αυξημένη κατανάλωση απλών σακχάρων (με έμφαση στη ζάχαρη), το αυξημένο βάρος, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή. Τα διαθέσιμα ερευνητικά στοιχεία γύρω από μια σχέση καρκίνου και διαβήτη, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες, είναι ελλειπή.
Διατροφική αντιμετώπιση του καρκίνου
Η διαιτολογική παρακολούθηση ενός ασθενή που έχει διαγνωστεί με καρκίνο είναι πολύπλευρη και αφορά την κατάσταση θρέψης, το διατροφικό προφίλ και τα συμπτώματα που προκαλούνται από τις θεραπείες. Πολλοί ασθενείς χαρακτηρίζονται ως «υποσιτισμένοι» και με χαμηλά επίπεδα βιταμινών και μετάλλων. Επιπλέον, η πλειοψηφία των ασθενών παρατηρεί αλλαγές στη γεύση και την όρεξη.
Πρέπει να αποκλείσουμε τους υδατάνθρακες;
Αποκλείωντας ομάδες τροφίμων όπως τα φρούτα, τα λαχανικά και τα αμυλούχα τρόφιμα (κύριες πηγές υδατανθράκων), υπάρχει κίνδυνος μειωμένης ενεργειακής πρόσληψης, ανορεξίας και ανεπαρκούς πρόσληψης βιταμινών και μετάλλων. Τόσο το φυσιολογικό βάρος, όσο και τα φυσιολογικά επίπεδα βιταμινών έχουν σχετιστεί με καλύτερη πρόγνωση και αυξημένη επιβίωση.
Συμπέρασμα
Καταλήγοντας, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα είναι λανθασμένο να αποκλείουμε ολόκληρες ομάδες τροφίμων, ιδιαίτερα σε έναν πληθυσμό όπου η διατροφική αξιολόγηση και παρακολούθηση πρέπει να είναι στενή. Μπορούμε ωστόσο να προτείνουμε έλεγχο ή μικρό περιορισμό στην κατανάλωσή υδατανθράκων, ώστε να μην ξεπερνούν το 50% των συνολικών ημερήσιων αναγκών.