Η ποσότητα και η ποιότητα των υδατανθράκων καθορίζουν σημαντικά τα επιπεδα της γλυκόζης μετά από ένα γεύμα. Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο σε φυτικές ίνες, δεν είναι ξεκάθαρο αν οι διαλυτές φυτικές ίνες από τρόφιμα ή συμπληρώματα έχουν διαφορετική επίδραση στη μεταγευματική γλυκόζη.
Για το λόγο αυτό ερευνητές από τη Βραζιλία επιχείρησαν να «ρίξουν φως» στην επίδραση των διαλυτών φυτικών ινών από τρόφιμα ή συμπληρώματα στη μεταγευματική γλυκόζη και την ινσουλίνη.
Πώς σχεδιάστηκε η μελέτη;
Πρόκειται για μια τυχαιοποιημένη διασταυρούμενη κλινική μελέτη σε ασθενής με ΣΔ ΙΙ. Οι ασθενείς κατανάλωσαν ισοθερμιδικά πρωινά με υψηλό περιεχόμενο σε φυτικές ίνες από τρόφιμα (συνολικές φυτικές ίνες: 9.7 g; διαλυτές: 5.4 g) ή συμπληρώματα (συνολικές φυτικές ίνες: 9.1 g; διαλυτές: 5.4 g) καθώς και με χαμηλότερο περιεχόμενο σε φυτικές ίνες (συνολικές φυτικές ίνες: 2.4 g; διαλυτές: 0.8 g). Το πρωτεύον καταληκτικό σημείο της μελέτης ήταν η μεταγευματική γλυκόζη και η ινσουλίνη (0-180 λεπτά μετά την κατανάλωση του πρωινού).
Ποια ήταν τα αποτελέσματα της μελέτης;
Συνολικά 19 ασθενείς ηλικίας 65.8±7.3 ετών ολοκλήρωσαν το πρωτόκολλο. Η μεταγευματική γλυκόζη ήταν σημαντικά χαμηλότερη στις ομάδες υψηλού περιεχομένου σε φυτικές ίνες από τα τρόφιμα ή το συμπλήρωμα σε σύγκριση με την ομάδα χαμηλότερου περιεχομένου σε φυτικές ίνες. Ωστόσο, καμία από τις δύο προσεγγίσεις (τρόφιμα ή συμπλήρωμα δε φάνηκε αποτελεσματικότερη). Σε ό,τι αφορά την ισνουλίνη δεν παρατηρήθηκαν σημαντικές αλλγές μεταξύ των τριών ομάδων.
Ποια τα συμπεράσματα για τον επαγγελματία διαιτολόγο;
Η προσθήκη διαλυτών φυτικών ινών από τρόφιμα ή συμπληρώματα στο πρωινό γεύμα σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα μεταγευματικής γλυκόζης σε διαβητικούς ασθενείς.