Εισαγωγή
Η σεμαγλουτίδη (Ozempic) αποτελεί έναν αγωνιστή του υποδοχέα GLP-1 που χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και της παχυσαρκίας. Παρά την αποτελεσματικότητά της, υπάρχουν ανησυχίες για πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες, ιδίως σε σχέση με γαστρεντερικά συμπτώματα και τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου θυρεοειδούς. Η επιστημονική τεκμηρίωση γύρω από αυτά τα θέματα παραμένει περιορισμένη.
Σκοπός
Η παρούσα συστηματική ανασκόπηση στοχεύει στην αξιολόγηση της ασφάλειας της σεμαγλουτίδης, εστιάζοντας στην εμφάνιση γαστρεντερικών παρενεργειών και στην πιθανότητα εμφάνισης καρκίνου θυρεοειδούς, με παράλληλη συνεκτίμηση της συχνότητας και άλλων σημαντικών ανεπιθύμητων ενεργειών.
Μεθοδολογία
Πραγματοποιήθηκε συστηματική αναζήτηση σε επιστημονικές βάσεις δεδομένων για τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές και μελέτες παρατήρησης που αξιολόγησαν τη χρήση σεμαγλουτίδης σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ή παχυσαρκία. Εξετάστηκαν συνολικά 10 μελέτες με 14,550 ασθενείς. Η ποιότητα των μελετών αξιολογήθηκε με τυποποιημένα εργαλεία αξιολόγησης.
Αποτελέσματα
Η χρήση σεμαγλουτίδης συσχετίστηκε με υψηλή επίπτωση γαστρεντερικών ανεπιθύμητων ενεργειών, κυρίως ναυτίας (13,1%), εμέτων και διάρροιας. Η εμφάνιση καρκίνου θυρεοειδούς ήταν εξαιρετικά χαμηλή (<1%) και περιλάμβανε σποραδικές περιπτώσεις θηλώδους και μυελοειδούς καρκινώματος. Η θεραπεία παρουσίασε σημαντική αποτελεσματικότητα στη μείωση του HbA1c και του σωματικού βάρους.
Συμπεράσματα
Η σεμαγλουτίδη αποτελεί μια αποτελεσματική θεραπευτική επιλογή για τη διαχείριση διαβήτη και παχυσαρκίας, με σταθερό ιστορικό κλινικής ασφάλειας.Οι γαστρεντερικές παρενέργειες είναι συχνές και χρήζουν προσεκτικής κλινικής διαχείρισης, ενώ ο κίνδυνος καρκίνου θυρεοειδούς θεωρείται αμελητέος βάσει των διαθέσιμων δεδομένων. Παρόλα αυτά, η παρακολούθηση των ασθενών και η μελέτη κι άλλων αγωνιστών GLP-1 παραμένουν σημαντικές για τη συνολική εκτίμηση της ασφάλειας.