Επιστημονικά Νέα

Δυσαπορρόφηση Λακτόζης και πιθανολογούμενες σχετικές διαταραχές

21 Ιουλίου 2025
3 Προβολές
3 λεπτά να διαβαστεί
dysaporrofisi laktozis

Photo Source: www.canva.com

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η δυσαπορρόφηση λακτόζης (ΔΔΛ) είναι συχνή πάθηση που προκαλείται από μειωμένη δραστηριότητα του ενζύμου λακτάση, οδηγώντας σε πεπτικά συμπτώματα όπως πόνος, φούσκωμα και διάρροια. Η διάγνωση γίνεται κυρίως με τη δοκιμασία αναπνοής με υδρογόνο, ενώ η παρουσία συμπτωμάτων (δυσανεξία) επιβεβαιώνεται με τυφλή δοκιμή λακτόζης. Η θεραπεία περιλαμβάνει δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη και χρήση λακτάσης. Επιπλέον,δυσαπορρόφηση λακτόζης / δυσανεξία στη λακτόζη (LM/LI) έχουν συσχετιστεί με διάφορα πεπτικά και εξωπεπτικά προβλήματα, όπως η κοιλιοκάκη (CD), η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου (IBD), το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS), καθώς και η χαμηλή οστική μάζα και ο υποθυρεοειδισμός

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ

Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση για την LM/LI και τη σύνδεσή της με πεπτικές και εξωπεπτικές ασθένειες, μέσω των βάσεων δεδομένων PubMed, Medline και Cochrane. Συμπεριλήφθηκαν πρωτότυπες μελέτες, ανασκοπήσεις, συστηματικές ανασκοπήσεις, μετα-αναλύσεις και βιβλία, επιλέγοντας αγγλόφωνα άρθρα με χρήση κατάλληλων λογικών τελεστών στην αναζήτηση.

Αποτελέσματα

Διάγνωση και Διαχείριση Δυσαπορρόφηση λακτόζης / Δυσανεξία στη λακτόζη (LM/LI)

Η διάγνωση της LM/LI γίνεται παραδοσιακά με βιοψία νήστιδας, αν και πρόκειται για επεμβατική μέθοδο. Η μη επεμβατική δοκιμασία αναπνοής με υδρογόνο (λακτόζη BT) θεωρείται σήμερα η πιο απλή, αξιόπιστη και οικονομική μέθοδος, με υψηλή ειδικότητα και καλή ευαισθησία. Το γενετικό τεστ για τον πολυμορφισμό C/T-13910 προσφέρει επιπλέον διαγνωστική αξία, ειδικά σε περιπτώσεις ψευδώς αρνητικών αποτελεσμάτων ή σε παιδιά. Η τυφλή δοκιμασία λακτόζης αποτελεί την πιο αξιόπιστη μέθοδο επιβεβαίωσης της δυσανεξίας. Στη διαχείριση της LI, συνιστάται δίαιτα χαμηλή σε λακτόζη, χρήση προ-υδρολυμένων γαλακτοκομικών και ενζυμικά συμπληρώματα λακτάσης, χωρίς πλήρη αποφυγή λακτόζης ώστε να αποφευχθούν διατροφικές ελλείψεις.

Δυσαπορρόφηση Λακτόζης και Κοιλιοκάκη

Ασθενείς με κοιλιοκάκη ή νόσο Crohn μπορεί να εμφανίσουν παροδική δυσαπορρόφηση λακτόζης λόγω εντερικής βλάβης. Σε παιδιά με κοιλιοκάκη, το ποσοστό φτάνει έως και 19%. Αν και έχει προταθεί ο ορολογικός έλεγχος για νόσο Crohn σε άτομα με θετική δοκιμασία λακτόζης, δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για να το υποστηρίξουν. Περίπου 30% των ασθενών με κοιλιοκάκη εμφανίζουν επίμονα συμπτώματα παρά τη δίαιτα χωρίς γλουτένη, πιθανώς λόγω άλλων διαταραχών όπως η λεμφοκυτταρική εντεροπάθεια ή η υπολακτασία.

Δυσαπορρόφηση λακτόζης και φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου

Η νόσος του Crohn σχετίζεται με παροδική δυσαπορρόφηση λακτόζης λόγω βλάβης στο λεπτό έντερο. Η πρωτοπαθής δυσανεξία στη λακτόζη δεν είναι πιο συχνή σε ασθενείς με φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (ΙΦΝΕ). Περίπου το 35% των ασθενών παρουσιάζουν επίμονα πεπτικά συμπτώματα ακόμα και σε ύφεση, όπου η δυσαπορρόφηση λακτόζης μπορεί να συμβάλλει. Τα γαλακτοκομικά τρόφιμα ίσως προστατεύουν από την επιδείνωση της ΙΦΝΕ, ενώ η αποφυγή τους μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες.

Δυσαπορρόφηση λακτόζης και Νόσος Ευερέθιστου Εντέρου

Το IBS είναι μια συχνή λειτουργική γαστρεντερική διαταραχή με συμπτώματα που μοιάζουν με αυτά της δυσανεξίας στη λακτόζη (LI), όμως η συχνότητα LI σε ασθενείς με IBS είναι παρόμοια με τον γενικό πληθυσμό. Μελέτες δείχνουν ότι η LI μπορεί να είναι πιο συχνή σε ασθενείς με IBS, αλλά η δυσαπορρόφηση λακτόζης (LM) δεν έχει αυξημένη συχνότητα. Η χρήση της δοκιμασίας αναπνοής με λακτόζη (BT) προτείνεται για τη διαγνωστική διερεύνηση του IBS, ενώ η υδρογονική δοκιμασία δεν συνιστάται τακτικά. Δίαιτες περιορισμένες σε λακτόζη μπορούν να βοηθήσουν ασθενείς με IBS που έχουν υπολακτασία, αλλά δεν πρέπει να εφαρμόζονται γενικά σε όλους τους ασθενείς με IBS. Η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs, που περιλαμβάνει περιορισμό λακτόζης, είναι αποτελεσματική στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων IBS.

Δυσαπορρόφηση Λακτόζης και Οστική Μάζα

Η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου, κυρίως από γαλακτοκομικά, είναι σημαντική για την υγεία των οστών. Δίαιτες χαμηλές σε λακτόζη μπορεί να μειώσουν την πρόσληψη ασβεστίου, ειδικά στα παιδιά, που εμφανίζουν μειωμένη οστική πυκνότητα. Στους ενήλικες, η μειωμένη κατανάλωση γαλακτοκομικών σχετίζεται με χαμηλότερη οστική πυκνότητα, ενώ ο κίνδυνος κατάγματος από αυτό είναι αμφιλεγόμενος. Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι περισσότερη κατανάλωση γαλακτοκομικών μειώνει τον κίνδυνο καταγμάτων. Γι’ αυτό, οι οργανισμοί δημόσιας υγείας συνιστούν τρεις μερίδες γαλακτοκομικών ημερησίως, ακόμα και για ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη.

Δυσαπορρόφηση Λακτόζης και Θυρεοειδής

Η δυσαπορρόφηση λακτόζης (LM) προκαλεί αυξημένη εντερική κινητικότητα και βακτηριακή ζύμωση, που μπορεί να μειώσει την απορρόφηση της L-θυροξίνης σε υποθυρεοειδικούς ασθενείς. Μελέτες δείχνουν υψηλή συχνότητα LM σε ασθενείς με θυρεοειδίτιδα Hashimoto και αύξηση της ανάγκης για λεβοθυροξίνη σε όσους έχουν LM. Η LM πιθανώς μειώνει τη βιοδιαθεσιμότητα της θεραπείας, απαιτώντας υψηλότερες δόσεις, αλλά χρειάζονται περισσότερα δεδομένα για επιβεβαίωση.

Συμπεράσματα

Η δυσαπορρόφηση λακτόζης (LM) δεν εμφανίζει αυξημένη συχνότητα σε ασθενείς με νόσο Crohn και φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου (ΙΦΝΕ) σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Ωστόσο, η LI μπορεί να ευθύνεται για επίμονα συμπτώματα σε αυτά τα άτομα κατά την κλινική ύφεση. Στο Σύνδρομο Ευερέθιστου Εντέρου (IBS), η δίαιτα περιορισμένης λακτόζης, ειδικά ως μέρος μιας δίαιτας χαμηλών FODMAP, μπορεί να βοηθήσει κάποιους ασθενείς.

Η LM δεν επηρεάζει άμεσα την απορρόφηση ασβεστίου, αλλά η μειωμένη κατανάλωση γαλακτοκομικών μπορεί να προκαλέσει χαμηλή οστική πυκνότητα και αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων. Επιπλέον, η LM/LI μπορεί να μειώσει τη βιοδιαθεσιμότητα της λεβοθυροξίνης σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό, απαιτώντας μεγαλύτερες δόσεις.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Usai-Satta, P., Lai, M., & Oppia, F. (2022). Lactose Malabsorption and Presumed Related Disorders: A Review of Current Evidence. Nutrients14(3), 584. https://doi.org/10.3390/nu14030584