Επιστημονικά Νέα

Ρευματοειδής Αρθρίτιδα: Ποιος ο ρόλος της Βιταμίνης D στην Πρόληψη της Νόσου;

της Ιωάννας Πυλαρινού
29 Μαΐου 2023
5355 Προβολές
3 λεπτά να διαβαστεί
revmatoeidis-arthritida-poios-o-rolos-tis-vitaminis-d-stin-prolipsi-tis-nosou

Photo Source: www.canva.com

Παθογένεια Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας

Η ρευματοειδής αρθρίτιδα (ΡΑ) είναι μία αυτοάνοση χρόνια νόσος και η πιο συχνά διαγνωσθείσα φλεγμονώδης αρθρίτιδα. Η συγκεκριμένη νόσος προσβάλει τις αρθρώσεις, προκαλώντας τη διόγκωση, τη μακροχρόνια αλλοίωση και τη δυσκαμψία τους.

Παράλληλα, η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα αυξάνει την απώλεια οστίτη ιστού και την πιθανότητα για οστεοπενία ή οστεοπόρωση, αλλά και για κατάγματα, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η ποιότητα ζωής των ασθενών, να περιορίζεται η αυτο-εξυπηρέτηση και να μεγιστοποιείται ο κίνδυνος αναπηρίας ή/και θνησιμότητας.

Μάλιστα, μελέτες αναφέρουν πως έστω και μικρή φλεγμονώδης αντίδραση να παρατηρηθεί στον οργανισμό του ασθενούς, δύναται να προκληθεί μείωση της οστικής μάζας και κατά συνέπεια κακώσεις στα οστά.

Παράγοντες Κινδύνου Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας

Στην οστική απώλεια σχετιζόμενη με την Ρευματοειδή Αρθρίτιδα φαίνεται πως συμβάλλουν πολλοί παράγοντες όπως είναι το αυξημένο σωματικό βάρος, η μειωμένη ποσότητα των προσλαμβανόμενων από τη διατροφή ασβεστίου και βιταμίνης D, το χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο, η χαμηλή μόρφωση, η παρατεταμένη χρήση φαρμάκων (π.χ. κορτικοστεροειδών) και η εθνικότητα.

Η Ρευματοειδής Αρθρίτιδα μπορεί να εκδηλωθεί σε οποιαδήποτε ηλικία αν και συνήθως εμφανίζεται στο ηλικιακό εύρος 30-50 ετών.

Εκτός βέβαια από την ηλικία, άλλοι σημαντικοί παράγοντες κινδύνου εκδήλωσης της νόσου,αποτελούν το οικογενειακό ιστορικό, το κάπνισμα και το φύλο. Συγκεκριμένα για το φύλο, οι γυναίκες -και ειδικότερα αυτές που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία ή σε εμμηνοπαυσιακή φάση- φαίνεται να είναι πιο επιρρεπείς σε σχέση με τους άντρες στην εν λόγω νόσο.

Μάλιστα, εκτός από μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης της Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας στις γυναίκες, η συγκεκριμένη νόσος φαίνεται να έχει και πιο δυσμενείς επιπτώσεις στον οργανισμό τους συγκριτικά με τους άνδρες.

Το φαινόμενο αυτό, αν και δεν έχει εξηγηθεί πλήρως, φαίνεται πως σχετίζεται με γενετικές παραμέτρους και ειδικότερα με το χρωμόσωμα Χ, αλλά και με ορμονολογικές καταστάσεις που διαδραματίζονται στον γυναικείο οργανισμό.

Πιο αναλυτικά, παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση του επιπολασμού της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι η πρόωρη εμμηναρχία (<11 ετών), οι συχνές αλλαγές στον εμμηνορρυσιακό κύκλο και η εγκυμοσύνη. Στην εγκυμοσύνη ο κίνδυνος για ανάπτυξη Ρευματοειδούς Αρθρίτιδας αυξάνεται ενδεχομένως λόγω της ανοσολογικής ανοχής και υπάρχει μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης σε άτοκες γυναίκες παρά σε γυναίκες που ήδη έχουν γεννήσει.

Αντίθετα, η περίοδος της γαλουχίας, φαίνεται να λειτουργεί προστατευτικά απέναντι στην πιθανότητα εκδήλωσης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονιστεί πως οι παραπάνω ορμονολογικές καταστάσεις που βιώνουν οι γυναίκες σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, όπως είναι η διατροφή, η κληρονομικότητα, το περιβάλλον και το κλίμα, πράγματα που υποδηλώνουν πως δεν υπάρχει πλήρης συμφωνία και ομοιογένεια των αποτελεσμάτων για όλες τις γυναίκες.

rheumatoid arthritis examination

Συμβολή της Βιταμίνης D στην πρόληψη της Ρευαμτοειδούς Αρθρίτιδας

Πολυάριθμες μελέτες επικεντρώνονται κατά καιρούς στη διερεύνηση της συσχέτισης μεταξύ των θρεπτικών συστατικών και του κινδύνου εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Γενικότερα, έχει φανεί πως η διατροφή μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή εκδήλωσης της συγκεκριμένης ασθένειας, την ανακούφιση των συμπτωμάτων της, την καταπολέμηση των παρενεργειών της και τη μείωση του κινδύνου επιπλοκών.

Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον πολλών μελετών στρέφεται κατά κόρον στη βιταμίνη D, η οποία φαίνεται να παίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη της εμφάνισης της συγκεκριμένης νόσου, κι αυτό γιατί η βιταμίνη D έχει ανοσορρυθμιστική ικανότητα, χωρίς όμως αυτή να έχει διερευνηθεί ακόμη πλήρως και επαρκώς.

Σύμφωνα μάλιστα με έρευνα που διεξήχθη το 2004, η υψηλή πρόσληψη βιταμίνης D σε μετεμμηνοπαυσιακές και ηλικιωμένες γυναίκες, ηλικίας 55-69 ετών, φάνηκε να περιορίζει τον κίνδυνο εμφάνισης της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Αναλυτικότερα, σε αυτή την έρευνα, συμπεριλήφθηκαν 29.368 γυναίκες που συμμετείχαν στην ευρύτερη μελέτη Iowa Women's Health Study, η οποία διήρκεσε περίπου 11 χρόνια. Επίκεντρο της έρευνας αποτέλεσε η παρατήρηση της πρόσληψης της βιταμίνης D από τις συγκεκριμένες γυναίκες είτε μέσω της διατροφής τους είτε μέσω διατροφικών συμπληρωμάτων. Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, διαγνώσθηκαν 152 περιστατικά ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Η αύξηση της πρόσληψης βιταμίνης D τόσο από τη διατροφή όσο και από τα σκευάσματα, συσχετίστηκε µε χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Συγκεκριμένα, η κατανάλωση τουλάχιστον 290 IU βιταμίνης D ημερησίως από τη διατροφή υποστηρίχθηκε ότι προκαλεί 28% ελάττωση του κινδύνου εμφάνισης της νόσου.

Επιπρόσθετα, η συµπληρωµατική πρόσληψη βιταµίνης D, σε ποσότητα τουλάχιστον 400 IU ηµερησίως, φάνηκε ότι ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο για ρευµατοειδή αρθρίτιδα, σε ποσοστό που αγγίζει το 34%.

Παρόλα αυτά, πρέπει να επισημανθεί πως δεν βρέθηκε μια συγκεκριμένη µορφή δίαιτας πλούσιας σε ασβέστιο ή βιταµίνη D, η οποία να προστατεύει περισσότερο από τον κίνδυνο εκδήλωσης της ρευµατοειδούς αρθρίτιδας. Εντούτοις, παρατηρήθηκε μικρότερος κίνδυνος για την συγκεκριμένη ασθένεια με την κατανάλωση μεγαλύτερων ποσοτήτων γαλακτοκοµικών προϊόντων.

Από την άλλη πλευρά, άλλες μελέτες αποκάλυψαν πως μια διατροφή πλούσια σε ασβέστιο και βιταμίνη D, μπορεί να συμβάλλει στην αποφυγή οστεοπόρωσης που προκαλείται μακροπρόθεσμα από την ρευματοειδή αρθρίτιδα. Δηλαδή, επεσήμαναν πως η βιταμίνη D δεν προστατεύει μόνο από την εκδήλωση της νόσου αυτής καθαυτής αλλά και από τις επιπτώσεις που ενδεχομένως αυτή να προκαλεί στον οργανισμό.

Συμπερασματικά

Η βιταμίνη D είναι πολύ σημαντική για τον ανθρώπινο οργανισμό και ιδιαίτερα για όσους παρουσιάζουν διάφορα οστικά/σκελετικά προβλήματα ή πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα, καθώς παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό των ιόντων Ασβεστίου και Φωσφόρου, ενώ συγχρόνως έχει ανοσοτροποποιητική δράση.

Πλήθος ερευνών έχουν αποδείξει ότι η συγκεκριμένη βιταμίνη μπορεί να αποτελέσει παράγοντα πρόληψης και θεραπείας τέτοιων νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένων της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Συγκεκριμένα, έχει αποδειχθεί ότι η υψηλή πρόσληψη βιταμίνης D, βοηθά στη μείωση των πιθανοτήτων νοσηρότητας από Ρευματοειδή Αρθρίτιδα, βελτιώνει τα συμπτώματα σε περίπτωση νόσου και παρέχει καλύτερη πρόγνωση σε όσους πάσχουν ήδη από αυτή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bagheri-Hosseinabadi, Z., Imani, D., Yousefi, H. & Abbasifard, M. (2020) 'Vitamin D receptor (VDR) gene polymorphism and risk of rheumatoid arthritis (RA): systematic review and meta-analysis', Clinical Rheumatology, 39(12), pp. 3555-3569.

Bellan, M., Sainaghi, P. P. & Pirisi, M. (2017). Role of Vitamin D in Rheumatoid Arthritis. In: Ahmad S. (eds) Ultraviolet Light in Human Health, Diseases and Environment. Advances in Experimental Medicine and Biology, vol 996. Springer, Cham. https://doi.org/10.1007/978-3-319-56017-5_13.

Gopinath, K. & Danda, D. (2011). Supplementation of 1,25-dihydroxyvitamin D3 in patients with treatment naive early rheumatoid arthritis: a randomized controlled trial. International Journal of Rheumatic Diseases, 14, pp. 332–339.

Lin, J., Liu, J., Davies, M. L. & Chen, W. (2016). Serum Vitamin D Level and Rheumatoid Arthritis Disease Activity: Review and Meta-Analysis. PLoS One, 11(1), pp. e0146351.

Lu, Z., Chen, T. C., Zhang, A. et al (2007). An evaluation of the vitamin D3 content in fish: Is the vitamin D content adequate to satisfy the dietary requirement for vitamin D?. The Journal of steroid biochemistry and molecular biology, 103(3-5), pp. 642-644.

Merlino, L. A. et al (2004). Vitamin D intake is inversely associated with rheumatoid arthritis: Results from the Iowa Women's Health Study. Arthritis and Rheumatism, 50(1), pp. 72-77.

Raczkiewicz, A., Kisiel, B., Kulig, M. & Tłustochowicz, W. (2015). Vitamin D status and its association with quality of life, physical activity, and disease activity in rheumatoid arthritis patients. The Journal of Clinical Rheumatology, 21, pp. 126–30.

Sai, A. J., Walters, R. W., Fang, X. & Gallagher, J. C. (2011). Relationship between vitamin D, parathyroid hormone, and bone health. The Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism, 96(3), pp. E436-46.

Salesi, M. & Farajzadegan, Z. (2012). Efficacy of vitamin D in patients with active rheumatoid arthritis receiving methotrexate therapy. Rheumatology International, 32:2129–33.

Schmid, A. & Walther, B. (2013). Natural vitamin D content in animal products. Advances in
Nutrition, 4(4), pp. 453-62.

Smolen, J. S., Aletaha, D. & McInnes, I. B. (2016). Rheumatoid arthritis. Lancet, 388, pp. 2023–
38.

Wasserman, A. M. (2011). Diagnosis and Management of Rheumatoid Arthritis. American
Family Physician, 84(11), pp. 1245-52.

Ιωάννα Πυλαρινού
Ιωάννα Πυλαρινού Διαιτολόγος – Διατροφολόγος