Έχει προταθεί ότι η βιταμίνη D δρα ως ανοσοδιαμορφωτής στα αυτοάνασα νοσήματα, ανάμεσά σε αυτά και η θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Άτομα με τη νόσο φαίνεται να έχουν χαμηλά επίπεδα 25-υδροξιβιταμίνης-D, ακόμα όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτό είναι αποτέλεσμα ή αιτία της νόσου. Επιπλέον, υπάρχουν ανεπαρκή δεδομένα για την αποτελεσματικότητα της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D στα άτομα με τη νόσο.
Διαβάστε επίσης: Είμαι διαιτολόγος, πώς θα αξιολογήσω μια επιστημονική έρευνα; [Δωρεάν EBOOK]
Τα χαρακτηριστικά της ελληνικής μελέτης
Έλληνες ερευνητές θέλησαν να διερευνήσουν περαιτέρω το συγκεκριμένο ζήτημα και διεξήγαγαν κλινική μελέτη στην Κρήτη με 218 ευθυρεοειδικά άτομα με θυρεοειδίτιδα Hashimoto. Σκοπός της μελέτης ήταν η μέτρηση των επιπέδων της 25-υδροξυβιταμίνης-D στα άτομα αυτά και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της συμπληρωματικής χορήγησης βιταμίνης D3 σε όσους εμφάνιζαν έλλειψη της βιταμίνης. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 180 γυναίκες και 38 άνδρες ασθενείς με Hashimoto. Η μέση ηλικία του δείγματος ήταν 35,3±8,5 έτη.
Το 85,3% (173 γυναίκες και 13 άνδρες, με μέση ηλικία 37,3±5,6 έτη) εμφάνιζε έλλειψη της βιταμίνης D (επίπεδα ορού 25(OH)D<30ng/ml). Η συμπλήρωση έγινε από του στόματος σε δόσεις 1200-4000IU, κάθε μέρα για 4 μήνες με στόχο την επίτευξη και σταθεροποίηση των επιπέδων της βιταμίνης στα 40ng/ml.
Πριν και μετά τη χορήγηση του συμπληρώματος, πραγματοποιήθηκαν ανθρωπομετρικές μετρήσεις, μετρήσεις αρτηριακής πίεσης, επιπέδων 25(OH)D στον ορό, TSH, FT4, anti-TPO, anti-TG, ασβεστίου, φωσφόρου, καθώς και υπέρηχος θυρεοειδούς και νεφρών. Να σημειωθεί ότι οι εθελοντές της μελέτης δεν εμφάνιζαν κανένα άλλο αυτοάνοσο νόσημα, σακχαρώδη διαβήτη, κακοήθεια, χρόνια νεφρική ή ηπατική νόσο, διαταραχές του μεταβολισμού των οστών, πρωτοπαθή υπερπαραθυρεοειδισμό και δεν έπαιρναν καμία αγωγή που θα μπορούσε να επηρεάζει τα επίπεδα της βιταμίνης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, ανάμεσα σε όλο το δείγμα υπήρξε μια σημαντική αρνητική συσχέτιση μόνο μεταξύ των επιπέδων της 25(OH)D στον ορό και των επιπέδων anti-TPO (pearson r=-0,43, p<0,00001), ενώ τα επίπεδα anti-TPO ήταν σημαντικά υψηλότερα στα άτομα με έλλειψη βιταμίνης D σε σχέση με μη έλλειψη (364±181IU/mL αντί 115,8±37,1IU/mL, p<0,0001). Επιπλέον, η συμπληρωματική χορήγηση προκάλεσε σημαντική μείωση (20,3%, p<0, 0001) στα επίπεδα anti-TPO. Δεν παρατηρήθηκαν άλλες σημαντικές συσχετίσεις ενώ δεν αναφέρθηκαν παρενέργειες, από τη χορήγηση του συμπληρώματος.
Ποιο είναι το πόρισμα;
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, η έλλειψη βιταμίνης D ενδέχεται να σχετίζεται με την παθογένεια της νόσου και η συμπληρωματική χορήγηση της βιταμίνης θα μπορούσε να είναι μια αποτελεσματική θεραπεία. Σίγουρα η μελέτη παρουσιάζει σημαντικά μειονεκτήματα, όπως το μικρό δείγμα και η έλλειψη ομάδας ελέγχου, παρόλα αυτά τα αποτελέσματα δίνουν έναυσμα για περαιτέρω μελέτες, υψηλότερης ποιότητας.