Παθήσεις Πεπτικού

Αντιφλεγμονώδης Δίαιτα για την αντιμετώπιση της Ιδιοπαθούς Φλεγμονώδους Νόσου του Εντέρου

της Ευσταθίας Παπαδά & της Ελένης Δελβινιώτη
31 Μαΐου 2014
60414 Προβολές
7 λεπτά να διαβαστεί
gynaikia koilia

Photo source: www.bigstock.com

Η Ιδιοπαθής Φλεγμονώδης Νόσος του Εντέρου (ΙΦΝΕ) περιλαμβάνει τη νόσο Crohn και την ελκώδη κολίτιδα και χαρακτηρίζεται από φλεγμονή του γαστρεντερικού σωλήνα. Η αιτιολογία της ΙΦΝΕ φαίνεται να αποτελεί ένα συνδυασμό παραγόντων (γενετικοί, ανοσολογικοί και περιβαλλοντικοί), που οδηγούν στη νόσο και σε περιόδους εξάρσεων και υφέσεων.

Ποια τα συνήθη συμπτώματα;

Η συμπτωματολογία της ΙΦΝΕ εξαρτάται από τον ασθενή και το σημείο που έχει προσβληθεί και συνήθως περιλαμβάνει:

  • τη ναυτία
  • τις διάρροιες (αιματηρές ή όχι)
  • τους εμέτους
  • το κοιλιακό άλγος
  • την οστεοπόρωση
  • τα δερματικά προβλήματα
  • τις αρθραλγίες
  • τις ηπατοχολικές επιπλοκές

Σε τι διαφέρουν η νόσος Crohn και η ελκώδης κολίτιδα;

Η CD και η UC μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά ωστόσο είναι δύο διαφορετικές παθολογίες. Η πρώτη μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε σημείο του γαστρεντερικού σωλήνα με τη φλεγμονή να εισβάλει στα βαθύτερα στρώματα του πεπτικού σωλήνα, ενώ η δεύτερη αφορά μόνο το παχύ έντερο και η φλεγμονή εκτείνεται μόνο στο βλενογόννο.

Η χρόνια φύση των ΙΦΝΕ επιδρά αρνητικά στην ποιότητα ζωής των ασθενών αλλά και την αποδοτικότητά τους στην εργασία. Επιπλέον, η τακτική παρακολούθηση από εξειδικευμένο γαστρεντερολόγο, οι νοσηλείες, το χειρουργείο αλλά και η φαρμακευτική αγωγή αυξάνουν το κόστος για τη δημόσια υγεία χωρίς ωστόσο πολλές φορές η θεραπευτική αντιμετώπιση να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Πού οφείλεται η εμφάνιση των ΙΦΝΕ;

Η εμφάνιση των ΙΦΝΕ φαίνεται να οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, καθώς γενετικοί, ανοσολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες οδηγούν σε ανεξέλεγκτη φλεγμονή που προκαλεί πλήθος γαστρεντερικών όσο και εξωεντερικών συμπτωμάτων.

Ποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται να επηρεάζουν;

Ωστόσο, πρόσφατες θεωρίες εστιάζουν το ενδιαφέρον τους σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, όπως:

  • η διαβίωση σε αναπτυγμένες χώρες
  • η μόλυνση του περιβάλλοντος
  • το κάπνισμα
  • η φυσική δραστηριότητα
  • η διατροφή
  • η παχυσαρκία

Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τις επιδράσεις των τεσσάρων τελευταίων παραγόντων στην ανάπτυξη των ΙΦΝΕ.

Κάπνισμα

Το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο για τη νόσο Crohn

Για τη νόσο του Crohn, το κάπνισμα αυξάνει τον κίνδυνο έξαρσης κατά περισσότερο από 50% και σχετίζεται με χαμηλή ποιότητα ζωής. Καπνιστές με νόσο του Crohn έχουν συχνότερες εντερικές επιπλοκές, περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις στο ιστορικό τους σε σχέση με τους μη καπνιστές. Ωστόσο, θεραπεία με ανοσοκατασταλτικά φαίνεται να εξουδετερώνει την επίδραση του καπνίσματος στην ανάγκη για χειρουργείο.

Αν και γενικά οι καπνιστές αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη νόσου του Crohn, η διακοπή του καπνίσματος μειώνει αυτόν τον κίνδυνο. Μελέτες δείχνουν ότι τόσο οι πρώην καπνιστές, όσο και αυτοί που δεν υπήρξαν ποτέ καπνιστές, εμφανίζουν παρόμοια πορεία στην εξέλιξη της νόσου. Συνεπώς, η διακοπή του καπνίσματος είναι βασικός στόχος της θεραπείας για τη νόσο του Crohn.

Το κάπνισμα βελτιώνει την πορεία της ελκώδους κολίτιδας

Στην ελκώδη κολίτιδα, αντίθετα, το κάπνισμα βελτιώνει την πορεία της νόσου. Οι εξάρσεις, οι εισαγωγές στο νοσοκομείο, η ανάγκη για στεροειδή και κυρίως ο αριθμός των χειρουργικών επεμβάσεων είναι χαμηλότερα για τους καπνιστές σε σύγκριση με τους μη καπνιστές.

Η διακοπή του καπνίσματος αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης ελκώδους κολίτιδας. Για τον λόγο αυτό, οι ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα που σκέφτονται να διακόψουν το κάπνισμα, θα πρέπει να ενημερώνονται για την πιθανή αύξηση των εξάρσεων της νόσου τους.

Φυσική Δραστηριότητα

Ο ρόλος της άσκησης στην ανάπτυξη των ΙΦΝΕ δεν έχει μελετηθεί επαρκώς. Παλαιότερες έρευνες έδειξαν ότι η άσκηση σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο για νόσο του Crohn. Μελέτες έχουν δείξει ότι η χαμηλής έντασης άσκηση δεν είναι επιβλαβής για τα ΙΦΝΕ, αλλά αντίθετα συνεισφέρει σε καλύτερη ποιότητα ζωής των ασθενών και προλαμβάνει την οστεοπόρωση, που συνιστά συχνή επιπλοκή των ΙΦΝΕ.

Πως γίνεται η διάγνωση της νόσου;

Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στις παρακάτω εξετάσεις σύμφωνα με τις οδηγίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Γαστρεντερολογίας:

  • Ιατρικό ιστορικό (π.χ. συμπτώματα, οικογενειακό ιστορικό, εξωεντερικές εκδηλώσεις)
  • Φυσική εξέταση (π.χ. κοιλιακή περιοχή, περιπρωκτική περιοχή)
  • Εξέταση κοπράνων (π.χ. καλπροτεκτίνη, λακτοφερρίνη, παρουσία αίματος)
  • Εξέταση αίματος (π.χ. γενική αίματος, CRP, αλβουμίνη, ταχύτητα καθίζησης ερυθρών, ειδικά αντισώματα για τη νόσο)
  • Απεικόνιση κι ενδοσκόπηση (ενδοσκόπηση με κάψουλα, κολονοσκόπηση και βιοψία)

Η κολονοσκόπηση σε συνδυασμό με τη βιοψία παραμένει μέχρι σήμερα η μέθοδος αναφοράς για τη διάγνωση της νόσου.

ΙΦΝΕ και θεραπεία

Η θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει πλήθος φαρμακευτικών παραγόντων (π.χ. αμινοσαλικυλικά, κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά, αντιβιοτικά και βιολογικοί παράγοντες) με στόχο την επαγωγή και τη διατήρηση της ύφεσης. Επιπλέον, η κατάλληλη διατροφική αντιμετώπιση κρίνεται απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων αλλά και τη διατήρηση της βέλτιστης κατάστασης των ασθενών. Για το λόγο αυτό, η συνεργασία εξειδικευμένου γαστρεντερόλογου και διαιτολόγου είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ευεξίας των ασθενών.

ifne kai diatrofh

 

Ποιος είναι ο ρόλος της διατροφής στις ΙΦΝΕ;

Καθώς η ΙΦΝΕ προσβάλλει το γαστρεντερικό σύστημα είναι αναμενόμενο να επιδρά και στη διατροφική κατάσταση των ασθενών. Οι ασθενείς με νόσο Crohn είναι εκείνοι που εμφανίζουν τα περισσότερα διατροφικά προβλήματα σε περιόδους έξαρσης, καθώς προσβάλλεται συνήθως το λεπτό έντερο που είναι το κύριο μέσο της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών από τη διατροφή. Η δυσθρεψία είναι κοινό χαρακτηριστικό της νόσου με 20-85% των ασθενών να εμφανίζουν πρωτεϊνοενεργειακό υποσιτισμό, ενώ το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο κατά τη νοσηλεία των ασθενών. Οι κύριοι μηχανισμοί που συμβάλουν στη δυσθρεψία είναι:

  • Μειωμένη πρόσληψη τροφής λόγω ανορεξίας, εμέτων, ναυτίας και παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγής
  • Δυσαπορρόφηση λόγω της φλεγμονής του εντέρου
  • Αυξημένες απώλειες θρεπτικών συστατικών λόγω διάρροιας, στεατόρροιας και απώλειας αίματος
  • Υπερμεταβολισμός λόγω της παραγωγής προφλεγμονωδών κυτταροκινών και αυξημένου οξειδωτικού στρες

Ποιες διατροφικές ανεπάρκειες εμφανίζονται;

Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες διατροφικές ανεπάρκειες είναι αυτές του σιδήρου (λόγω δυσαπορρόφησης και απωλειών), του ασβεστίου (λόγω αποφυγής των γαλακτοκομικών, λήψης κορτικοστεροειδών), της βιταμίνης D και της Β12 (σε περιπτώσεις αφαίρεσης του τελικού ειλεού). Επιπλέον πιθανόν να εμφανίζονται ανεπάρκειες σε ψευδάργυρο, φυλλικό οξύ, βιταμίνη A και μαγνήσιο,

Η κατάλληλη διατροφική αντιμετώπιση μπορεί να παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην αποκατάσταση των διαφόρων ανεπαρκειών αλλά και στην επαγωγή της ύφεσης και την ανακούφιση από τα συμπτώματα. Η εκπαίδευση των ασθενών στη βέλτιστη διαχείριση της διατροφής τους θα πρέπει να είναι ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ τόσο σε περιόδους έξαρσης όσο και σε περιόδους ύφεσης.

Τεχνητή διατροφική υποστήριξη και ΙΦΝΕ

Η εντερική και παρεντερική σίτιση έχουν θέση στη διατροφική αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Εντερική σίτιση: ενίσχυση της διατροφικής πρόσληψης σε υποσιτισμένους ασθενείς, πρόληψη της καθυστέρησης της ανάπτυξης στους παιδιατρικούς ασθενείς, θεραπεία εκλογής στα παιδιά αλλά και σε ενήλικες που αντιστέκονται στη θεραπεία με κορτικοστεροειδή. Η εντερική σίτιση προϋποθέτει τη λειτουργικότητα του γαστρεντερικοού σωλήνα.
  • Παρεντερική σίτιση: ενδείκνυται μόνο σε ασθενείς με δυσθρεψία που δεν έχουν λειτουργικό πεπτικό σύστημα.

Όταν οι ασθενείς δεν χρειάζονται την τεχνητή διατροφική υποστήριξη (εντερικά ή παρεντερικά) θα πρέπει να ακολουθούν ένα διατροφικό πλάνο εξατομικευμένο με βάση τις ανάγκες τους και τρόφιμα που είναι καλώς ανεκτά.

diatrofi stis ifne

Διατροφική αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ

Σε περιόδους έξαρσης

Κατά τις περιόδους έξαρσης, κάθε ασθενής συνήθως αποφεύγει τα «επικίνδυνα» για εκείνον τρόφιμα που εντείνουν τα συμπτώματα. Συνηθέστερα «επικίνδυνα» τρόφιμα είναι τα ωμά λαχανικά και τα φρούτα με τη φλούδα, τα εσπεριδοειδή και άλλα όξινα τρόφιμα, τα γαλακτοκομικά, οι ξηροί καρποί, τα όσπρια, τα προϊόντα ολικής άλεσης, οι λιπαρές και τηγανητές τροφές. Αντιθέτως, συνηθέστερα «ασφαλή» τρόφιμα είναι τα καλά μαγειρεμένα λαχανικά, τα φρούτα χωρίς τη φλούδα, το κοτόπουλο, η γαλοπούλα και το ψάρι, το λευκό ψωμί, τα ζυμαρικά, το ρύζι και ο πουρές πατάτας. Είναι πολύ χρήσιμο κάθε ασθενής να τηρεί ένα ημερολόγιο καταγραφής τροφίμων ώστε να διαπιστώνει ποια τρόφιμα προκαλούν ενοχλητικά συμπτώματα, καθώς τα «ασφαλή» κι «επικίνδυνα» τρόφιμα διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο.

Σε περιόδους ύφεσης

Ακόμη, τα μικρά και συχνά γεύματα είναι συνήθως καλύτερα αποδεκτά από τους πάσχοντες λόγω της μειωμένης όρεξης για φαγητό εξαιτίας των συμπτωμάτων και των παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγής. Σε κατάσταση ύφεσης, η ελεύθερη και ισορροπημένη διατροφή με επιλογή τροφών από όλες τις ομάδες (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, γαλακτοκομικά όταν η λακτόζη είναι ανεκτή, άπαχο κρέας) θα πρέπει να προτείνεται σε όλους τους πάσχοντες. Συνιστάται επίσης η αποφυγή των  λιπαρών και τηγανητών τροφίμων.

Διατροφή χαμηλή σε FODMAPs

Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των ερευνητών στρέφεται στη μελέτη διατροφικών σχημάτων που μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά στην επαγωγή και τη διατήρηση της ύφεσης, λόγω της αναποτελεσματικότητας ή/και των παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγής. Ένα από αυτά είναι η διατροφή χαμηλή σε FODMAPs.

Τι είναι τα FODMAPs;

Τα FODMAPs (fermentable oligosaccharides, disaccharides, monosaccharides and polyols) περιλαμβάνουν ζυμωμένους ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες, μονοσακχαρίτες και πολυόλες. Στα FODMAPs συγκαταλέγονται η φρουκτόζη (π.χ. σε μήλα), οι φρουκτάνες (π.χ. σε σκόρδο και κρεμμύδι), η λακτόζη (π.χ. στο γάλα), οι γαλακτάνες (π.χ. σε όσπρια) και οι πολυόλες (π.χ. σε μανιτάρια και γλυκαντικές ύλες). Οι υδατάνθρακες αυτοί δεν απορροφώνται πλήρως στο λεπτό έντερο και όταν φτάνουν στο παχύ έντερο οδηγούν σε παραγωγή αερίων, διαταραγμένη εντερική κινητικότητα και διάρροια.

Τι πρεσφέρει η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs;

Η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs έχει δοκιμαστεί από κάποιους ασθενείς με ΙΦΝΕ με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, χωρίς ωστόσο να συσχετίζεται με βελτίωση της φλεγμονής, αλλά με τη βελτίωση των συμπτωμάτων που παρομοιάζουν με αυτά του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και είναι παρόντα στους ασθενείς με ΙΦΝΕ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επίσημες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή της δίαιτας χαμηλής σε FODMAPs σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, καθώς μία τόσο περιοριστική διατροφή μπορεί να εντείνει σημαντικά τις διατροφικές ανεπάρκειες που ήδη ταλαιπωρούν τους ασθενείς. Σε καμία περίπτωση, ένα τέτοιο διατροφικό πρότυπο δεν θα πρέπει να υιοθετείται χωρίς την επίβλεψη ενός εξειδικευμένου διαιτολόγου.

Ποια τα χαρακτηριστικά της «Αντιφλεγμονώδους Δίαιτας»;

Στηριζόμενοι στα παραπάνω και καθώς δεν υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο διατροφικό σχήμα που να προτείνεται σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Μασσαχουσέτης των ΗΠΑ, πρόσφατα σχεδίασαν την «Αντιφλεγμονώδη Δίαιτα» και δοκίμασαν να τη συστήσουν σε ασθενείς με ΙΦΝΕ που δεν ανταποκρίνονταν στη φαρμακευτική τους αγωγή.

Η δίαιτα αυτή έχει 5 βασικά χαρακτηριστικά:

  1. Προτείνει τη μείωση των επεξεργασμένων υδατανθράκων, της λακτόζης και των απλών σακχάρων.
  2. Δίνει έμφαση στην κατανάλωση πρεβιοτικών και προβιοτικών. Τα προβιοτικά είναι ζωντανοί μικροοργανισμοί που διέρχονται από το γαστρεντερικό σύστημα, ενισχύουν τη φυσιολογική του μικροχλωρίδα και περιέχονται σε εμπλουτισμένα, ή όχι γαλακτοκομικά. Τα πρεβιοτικά είναι άπεπτα συστατικά των τροφών, τα οποία ενισχύουν την ανάπτυξη και τη δραστηριότητα των προβιοτικών και περιέχονται σε πολλές φυσικές πηγές όπως στα ραδίκια, τα κρεμμύδια και τα σπαράγγια.
  3. Διαχωρίζει το λίπος σε κορεσμένο, μονοακόρεστο και πολυακόρεστο και δίνει έμφαση στη μείωση του κορεσμένου λίπους που περιέχεται στο λίπος του κρέατος και σε τηγανητά και λιπαρά τρόφιμα. Αντίθετα, προωθείται η κατανάλωση άπαχου κρέατος, κοτόπουλου και ψαριών. Συγκεκριμένα, ψάρια όπως ο σολομός, το σκουμπρί, ο κολιός, το φαγκρί και το μπαρμπούνι, είναι πλούσια σε ω-3 λιπαρά οξέα, γνωστά για τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές τους.
  4. Ενθαρρύνει την ανίχνευση διατροφικών ανεπαρκειών και δυσανεξιών σε τρόφιμα προκειμένου να διατηρηθεί η βέλτιστη δυνατή διατροφική κατάσταση του ασθενούς.
  5. Τονίζει τη σημασία της τροποποίησης της υφής της δίαιτας (πολτοποιημένα τρόφιμα/ πολύ μαλακά τρόφιμα/ ή κανονικά μαγειρεμένα τρόφιμα), ανάλογα με τη σοβαρότητα της έξαρσης σε κάθε ασθενή.

Είχε αποτελέσματα στα συμπτώματα η δίαιτα αυτή;

Η συγκεκριμένη δίαιτα εφαρμόστηκε σε μικρό αριθμό ασθενών για τουλάχιστον 4 εβδομάδες. Από τους 40 ασθενείς που αξιολογήθηκαν αρχικά, οι 24 τελικά τήρησαν τη δίαιτα. Από αυτούς αξιολογήθηκαν οι 11 και όλοι τους κατάφεραν να μειώσουν τη δοσολογία της φαρμακευτικής αγωγής σε συνεργασία με τον γαστρεντερολόγο τους, ενώ ανέφεραν και σημαντική ανακούφιση από τα συμπτώματα της νόσου.

Βάσει της παραπάνω μελέτης αλλά και παλαιότερων επιστημονικών δεδομένων, υπάρχουν ενδείξεις ότι μία δίαιτα η οποία θα στοχεύει στη μείωση της φλεγμονής μπορεί να είναι ευεργετική για ασθενείς με ΙΦΝΕ. Ωστόσο, η παραπάνω μελέτη έχει αρκετούς μεθοδολογικούς περιορισμούς.

Η αποτελεσματικότητα της «Αντιφλεγμονώδους Δίαιτας» θα πρέπει να αξιολογηθεί σε κλινική μελέτη με μεγαλύτερο αριθμό ασθενών, προκειμένου να μπορούμε να την προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε ασθενείς με ΙΦΝΕ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Bamias G, Nyce MR, De La Rue SA, Cominelli F. 2005. New concepts in the pathophysiology of inflammatory bowel disease. Annals of Internal Medicine 143, 895–904.

Danese S, Sans M, Fiocchi C. 2004. Inflammatory bowel disease: the role of environmental factors. Autoimmunity Reviews; 3: 394-400.

Hartman C, Eliakim R, Shamir R. 2009. Nutritional status and nutritional therapy in inflammatory bowel diseases. World J Gastroenterol. Jun 7;15(21):2570-8.

Forbes A., Goldesgeyme E., Paulon E. 2011. Nutrition in inflammatory bowel disease. JPEN J Parenter Enteral Nutr. Sep;35(5):571-80

Gentschew L., Ferguson L.R. 2012. Role of nutrition and microbiota in susceptibility to inflammatory bowel diseases. Mol. Nutr. Food Res. 56, 524–535

Olendzki BC, Silverstein TD, Persuitte GM, Ma Y, Baldwin KR, Cave D. 2014. An anti-inflammatory diet as treatment for inflammatory bowel disease: a case series report. Nutr J. Jan 16;13:5. doi: 10.1186/1475-2891-13-5.

Jacques Cosnes: Smoking, Physical Activity, Nutrition and Lifestyle: Environmental Factors and their Impact on IBD. Dig Dis 2010;28:411-417

Hanauer SB. Inflammatory Bowel Disease: epidemiology, pathogenesis, and therapeutic opportunities. Inflamm Bowel Dis 2006 Jan;12suppl1:S3-9

Tjonneland A, Overvad K, Bergmann MM et al: Linoleic acid, a dietary n-6 polyunsaturated fatty acid, and the aetiology of UC: a nested case control study within a European prospective cohort study. Gut 2009;58:1606-1611

Lakatos PL: Environmental factors affecting inflammatory bowel disease: have we made progress? Dig Dis 2009;27:215-225

Ευσταθία Παπαδά
Ευσταθία Παπαδά Κλινική Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, MSc, Ph.D
Ελένη Δελβινιώτη
Ελένη Δελβινιώτη Κλινική Διαιτολόγος - Διατροφολόγος